Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμήχανος -η -ο [amíxanos] Ε5 : (για πρόσ.) που βρίσκεται σε αμηχανία: Στάθηκε ~ στη μέση της αίθουσας μη ξέροντας σε ποιον να μιλήσει. || (επέκτ.) που δηλώνει αμηχανία: Aμήχανη ματιά / σιωπή.
αμήχανα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμήχανος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμήχανος, -η, -ο [amíxanos] (L)
- perplexed, embarrassed, being at a loss:
- κοιτάζονταν αμήχανοι, χωρίς να μιλάν |
- στεκόμαστε αμήχανοι στο πεζοδρόμιο |
- έμεινα έτσι για λίγο μετέωρος, ~ |
- καθότανε ακίνητος μ' ένα χλωμό, αμήχανο χαμόγελο στα χείλη |
- καθώς ήμουν αμήχανη ν' απαντήσω, ο ιερωμένος έσπευσε να μου δώσει την εξήγηση (Thrylos) |
- σ' αυτό το αμήχανο σημείο η δική μου ερμηνεία παρουσίασε την πιο πιθανοφανή εξήγηση (Melas) |
- ένα πρώιμο κλασικό πωγωνοφόρο κεφάλι έκανε ως τότε σχεδόν αμήχανη την έρευνα (Karouzos) |
- η κριτική το ξέρει, γι' αυτό είναι δυστυχισμένη ή αμήχανη (Athanasiadis-N) |
- σήμερα ο δάσκαλος βρίσκεται ~ μπροστά στο βασανιστικό ερώτημα |
- ποια είναι τα περιεχόμενα της ύπαρξης κλ (Papanoutsos) |
- η κυβέρνηση βρέθηκε προς στιγμήν αμήχανη να παραπαίει μέσα στο σάλο (Psathas)
- ⓐ perplexing, embarrassing:
- καθότανε ακίνητος μ' ένα χλωμό, αμήχανο χαμόγελο στα χείλη (Tsitseli) |
- poem ω, που κλεισμένη | μες στ' αμήχανο ύψος των κυπαρισσιώνε, | σ' αιωνίαν ησκιά (Sikel) |
- ... εκαμώθηκες αμήχανη | ώρα πολλή τ' αστέρια πως κοιτάζεις (Zotos)
[fr K, PatrG ἀμήχανος ← AG]
- perplexed, embarrassed, being at a loss: