Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέτρητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αμέτρητος, επίθ.
  • 1) Aνεξάντλητος:
    • (Πιστ. βοσκ. III 6, 41).
  • 2) Που δε μετρά, που δεν υπολογίζει, ασυλλόγιστος, ασύνετος:
    • γνώμην … την άπρεπην και αμέτρητην (Σουμμ., Pεμπελ. 168).

[αρχ. επίθ. αμέτρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμέτρητος -η -ο [amétritos] Ε5 : (για σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ.) 1. (σπάν.) που δεν τον έχουν μετρήσει. 2. που αποτελείται από πάρα πολλά στοιχεία. α. πολυάριθμος: Έχει αμέτρητα γιδοπρόβατα. Είναι αμέτρητοι σαν τα μυρμήγκια / σαν τα άστρα του ουρανού / σαν την άμμο της θάλασσας. Aμέτρητοι οπαδοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. β. πολύ μεγάλος: Aμέτρητο πλήθος. Aμέτρητα πλούτη. γ. (μτφ.) πολύ έντονος: Aμέτρητη χαρά / θλίψη / κακία.

[αρχ. ἀμέτρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμέτρητος, -η, -ο [amétritos]
  • ① not counted, uncounted (syn ακαταμέτρητος, άμετρος):
    • οι εισπράξεις είναι αμέτρητες |
    • τα χρήματα που σου δίνω είναι ακόμη αμέτρητα |
    • του 'δωσα τα ψιλά αμέτρητα |
    • επήρα τα ρέστα αμέτρητα
  • ⓐ uncountable, countless, (most) numerous, legion (syn αλογάριαστος, αναρίθμητος, πολυάριθμος):
    • πλήθος αμέτρητο (ανθρώπων, μνημείων κλ), πλήθη αμέτρητα |
    • αμέτρητες χιλιάδες or μυριάδες |
    • αμέτρητα εκατομμύρια, μιλιούνια |
    • αμέτρητες φορές, e.g. του το είπα αμέτρητες φορές |
    • αμέτρητες βόλτες |
    • έφαγε αμέτρητες ξυλιές |
    • έπεσαν αμέτρητες κανονιές |
    • αμέτρητοι εχθροί |
    • αμέτρητες εκκλησιές |
    • αμέτρητα ζώα |
    • ~ λαός (κόσμος, στρατός), αμέτρητοι κόσμοι, αμέτρητες ανθρώπινες υπάρξεις, αμέτρητοι άνθρωποι, νεκροί, νέοι, αμέτρητα παιδιά (αγόρια), αμέτρητοι μαθητές, αμέτρητα κορμιά |
    • αμέτρητα κοπάδια (ποίμνια), στίφη, πουλιά |
    • το αμέτρητο φουσάτο των δημοτικιστών |
    • αμέτρητα βράχια, σκαλοπάτια, άστρα, στοιχεία, πράγματα, φύλλα, έργα, οικοδομήματα, αυτοκίνητα |
    • αμέτρητες γενεές, πραμάτιες, μέρες (ώρες, νυχτιές) |
    • αμέτρητα μερόνυχτα |
    • αμέτρητοι παράδες, αμέτρητες λίρες, αμέτρητα δουκάτα, δολλάρια |
    • αμέτρητα δημιουργήματα, σκίτσα |
    • αμέτρητες πηγές, διατριβές, αμέτρητα τραγούδια, ποιήματα |
    • αμέτρητα ταξίδια |
    • αμέτρητες παραστάσεις (θεατρικών έργων κλ) |
    • αμέτρητα πάθη, αμέτρητα εγκλήματα (κακουργήματα) |
    • αμέτρητες θυσίες |
    • αμέτρητες απόπειρες, ευκαιρίες, περιπτώσεις |
    • χάρες αμέτρητες |
    • αμέτρητες κακίες (ant λιγοστές αρετές) |
    • ο θησαυρός σπίθιζε κάτω από τα καντήλια, λογάρι αμέτρητο (Myriv) |
    • folks. μόν' είν' ασκέρ' αμέτρητο, λογαριασμό δεν έχει (Macedonia) |
    • poem ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα (Polemis)
  • ② not measured, unmeasured (ant μετρημένος):
    • ~ χρόνος |
    • αμέτρητοι θησαυροί |
    • αμέτρητο βιος (or ~ πλούτος) |
    • αμέτρητο κέρδος |
    • αμέτρητες γνώσεις |
    • αμέτρητο βάθος unsounded depth, e.g. η ανθρώπινη ψυχή έχει βάθος αμέτρητο (Theotokas); τ' αμέτρητα βάθη των καιρών (Palam) |
    • αμέτρητα βάθη unplumbed depths, prov phr χαίρε, βάθος αμέτρητον! (L) of plenty usu of an ill |
    • αμέτρητο έλασμα unmeasured plate |
    • αμέτρητο πένθος |
    • αμέτρητο ήταν το κουράγιο του (Palam) |
    • και τα πλέον ασήμαντα είχαν τώρα αμέτρητη βαρύτητα (Xenop) |
    • το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ' αμέτρητη βοή (Vlachogiannis) |
    • έγινε φονικό αμέτρητο (Petsalis) |
    • ο ~ πόνος είναι ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτή τη σύνθεση (Theodorakop) |
    • folks. τον άμμο τον αμέτρητο βάνει μαργαριτάρι (DPetrop) |
    • poem κι ωσά να χύθη αμέτρητη | κι ακράτητη η τρομάρα (Sikel)

[fr MG αμέτρητος ← K, PatrG ἀμέτρητος ← AG, cpd w. AG μετρητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες