Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέτρητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμέτρητα, επίρρ.
  • Xωρίς μέτρο, υπερβολικά:
    • αμέτρητα ελυπάτον (Iμπ. 622
    • πολεμούμ’ αμέτρητα και ολημερίς μαλώνω (Tζάνε, Φιλον. 58221).

[<επίθ. αμέτρητος. H λ. στο Βλάχ. (τρι‑) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμέτρητα [amétrita] adv
  • immeasurably (syn in άμετρα):
    • η σύνεση τούτη είναι άλογη κι απόρρητη, δυναμώνει όμως ~ το αυτοσυναίσθημα της ζωής (Theodorakop) |
    • πολυσύνθετες, πολύπλοκες εξελίξεις και διαμορφώσεις μιας χρονικά απέραντης και αριθμητικά ~ πλούσιας δημιουργίας (Papatsonis) |
    • poem το σίχαμα, το σίχαμα· σκουλήκι. | Άπιαστο τρώει, ~ βαραίνει, | περηφάνεια μου εσύ και καταδίκη! (Palam)

[fr MG αμέτρητα, der of AG, K, MG ἀμέτρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες