Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέσως [amésos] επίρρ. χρον. : 1.πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή: Έλα εδώ ~. Tο βρήκα ~. Θα σας απαντήσω ~. Mας εξυπηρέτησαν / μας βοήθησαν ~. || με έμφαση: ~ ~ του εξηγήσαμε τι συνέβη. Nα έρθεις ~ τώρα. || σε άμεση χρονική διαδοχή: ~ πλήρωσε κι έφυγε. Πλήρωσε και ~ έφυγε. ~ μόλις άκουσε το όνομά του, έτρεξε. Mόλις τον είδε, κατάλαβε ~ τι θα ζητήσει. || επιφωνηματικά στη θέση καταφατικής απάντησης, για να δηλώσει την προθυμία του ομιλητή να ικανοποιήσει κάποια επιθυμία ή παραγγελία: Έναν καφέ παρακαλώ. -~ (έφτασε)! Mου δίνεις ένα ποτήρι νερό; -~, (μετά χαράς). 2. (λόγ.) άμεσα.
[λόγ. < ελνστ. ἀμέσως < αρχ. επίθ. ἄμεσος `χωρίς ενδιάμεσο χρονικό διάστημα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέσως [amésos] adv
- ① directly, immediately (syn άμεσα, ant έμμεσα, εμμέσως):
- απ' αυτόν που εργάζεται παραγωγικά περιμένουν να ζήσουν και ~ εμμέσως όλοι όσοι δεν εργάζονται το ίδιο παραγωγικά (PSolomos)
- ② immediately, at once, without delay, promptly (syn πολύ γρήγορα, ευθύς):
- να φύγεις ~ |
- να παρουσιαστείτε ~ |
- έφτασα ~ I'll be w. you instantly |
- θα γυρίσω ~ I shall be right back |
- έφαγα λίγο μέλι κι ~ συνήλθα |
- θα σας εξηγήσω ~ |
- ευθύς ~ right away, e.g. πρέπει ευθύς ~ να σημειώσουμε πως κλ |
- τώρα ~ or ~ τώρα right now |
- θυμηθήκαμε ~ τα χθεσινοβραδινά |
- έπεσε κάποτε στα χέρια των ληστών, αλλά ελευθερώθηκε ~ τιμητικότατα (Kanellop) |
- οι θεωρητικοί ~ μας καθησύχασαν· τα πράγματα είναι απλά, δήλωσαν (Theotokas) |
- poem και απαραίτητος και μόνος και μεγάλος | ~ πάντα βρίσκεται κανένας άλλος (Kavafis) |
- ~ θυμούμαι εκείνα τα χρόνια, | που λέγαμ' αιώνια | να ζούμε μαζί (Malakasis)
- ⓐ ~ ~ too fast:
- μια πρόταση γάμου δεν την περίμενε έτσι ~ ~ (Kokkinos)
- ⓑ immediately (before or after), just, soon:
- ~ κατόπιν or ~ μετά or ~ ύστερα soon afterwards |
- ~ πριν immediately before, just before that |
- ~ παρακάτω immediately below |
- ~ παραπάνω just (mentioned) above, e.g. το ~ παραπάνω πονημάτιο |
- ~ μετά την κρίση, ~ μετά τον πόλεμο |
- το ~ προσεχές μέλλον |
- ο ~ επόμενος στόχος |
- τις ~ επόμενες ημέρες |
- στην ~ επόμενη συναυλία |
- ο Πλήθων και ο Bησσαρίων είχαν υπερνικήσει μέσα τους την ιστορική αβουλία των λογίων και θεολόγων των ~ προηγουμένων καιρών (Kanellop) |
- ~ ύστερα από τις θυσίες αρχίζει μεταξύ μητέρας (της Πηνελόπης) και γιου (του Tηλέμαχου) ο περίφημος διάλογος (Fteris) |
- η Mεγάλη Iδέα είχε γεννηθεί στην ψυχή του λαού ~ μετά την Άλωση της Πόλης (Theotokas)
- ⓒ ~ w. μόλις, όταν, αφού, που + verb, as soon as:
- ~ μόλις έχω νέα |
- ήρθε ~ μόλις τον φώναξα |
- θα σας δω ~ όταν φτάσω |
- αν δεν γράψει την κριτική του ~ αφού διάβασε, πώς να θυμηθεί με ενάργεια την κάθε λεπτομέρεια; (Thrylos) |
- ~ που είδε πως το πόδι του στράβωσε, απελπίστηκε (Palam)
[fr PatrG, ByzG ἀμέσως ← K]
- ① directly, immediately (syn άμεσα, ant έμμεσα, εμμέσως):