Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμέριστος, επίθ.
-
- Aδιαίρετος:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1234).
[αρχ. επίθ. αμέριστος. H λ. και σήμ.]
- Aδιαίρετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέριστος -η -ο [améristos] Ε5 : που υπάρχει ή που εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, που είναι πολύ έντονος: Aμέριστη εκτίμηση / αγάπη / προσοχή / συμπαράσταση. Aμέριστο ενδιαφέρον.
αμέριστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμέριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέριστος, -η, -ο [améristos]
- ① undivided or indivisible (syn αδιαίρετος, ακαταμέριστος, ant διαιρεμένος, καταμερισμένος, μερισμένος):
- αμέριστο αντικείμενο indivisible object (ant μεριστό αντικείμενο) |
- απλή και αμέριστη ουσία είναι ο Θεός (Tatakis) |
- ο νους είναι όλως διόλου ~ (Theodorakop) |
- αμέριστη κληρονομία undivided inheritance |
- έχουν αμέριστη την περιουσία τους
- ② unreserved, full, total, complete (syn ακέραιος, ανεπιφύλακτος, ολόκληρος, πλήρης):
- παρακολουθώ τις προόδους σου με αμέριστο το ενδιαφέρον μου |
- έχει την αμέριστη εκτίμησή μου |
- έχεις αμέριστη την αγάπη μου |
- το γεγονός χαιρετίστηκε με αμέριστον ενθουσιασμό |
- ο έρωτας είναι δέσμευση αμέριστη (Terzakis) |
- έχουν αμέριστη τη συμπάθεια και την υποστήριξη των μαζών |
- χρειαζόμαστε την αμέριστη συμπαράσταση του Kράτους |
- θέλω την προσοχή σου αμέριστη |
- είναι καιρός να στραφεί αμέριστη η προσοχή μας στο δικαστικό κλάδο (PKoutsocheras) |
- εποπτεία της αμέριστης ενότητας (Papanoutsos) |
- ο Πλάτων διεκήρυξε το αμέριστο και ασίγαστο ενδιαφέρον του φιλοσόφου για την ανθρώπινη κοινωνία (Despotop) |
- η αλήθεια δεν επιτρέπει αμέριστους επαίνους (Christidis) |
- οι Bρεταννοί εξασφάλισαν την αμέριστη αλληλεγγύη των Tούρκων (id.) |
- κι άλλες γνώμες του συγγραφέα αποσπούν αμέριστη την κατάφασή μας (Thrylos)
[fr MG αμέριστος ← K, PatrG ἀμέριστος ← AG ἀμέριστος, cpd w. AG εριστός 'divided, divisible']
- ① undivided or indivisible (syn αδιαίρετος, ακαταμέριστος, ant διαιρεμένος, καταμερισμένος, μερισμένος):