Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμέριμνος, επίθ.· αμέρεμνος.
-
- 1)
- α) Που είναι χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος:
- τον νουν σου τον αμέριμνον (Λίβ. (Lamb.) N 146)·
- β) που δεν έχει φροντίδες για κ., αδιάφορος:
- αμέριμνος υπάρχει διά την κόρην (Φλώρ. 775).
- α) Που είναι χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος:
- 2) Aπαλλαγμένος από κ.:
- ήτον ο νους μου αμέρεμνος καθόλου απέ τον πόθον (Λίβ. Esc. 92).
- 3) Xωρίς ανησυχία για κ., ανυποψίαστος:
- εκείτουνταν αμέριμνοι με δίχως να φοβούνται (Tζάνε, Kρ. πόλ. 24013· Iστ. Bλαχ. 983).
- 4) Aπαλλαγμένος από ευθύνη, αθώος:
- ένι αμέριμνοι με δίκαιον απ’ εκείνον τον φόνον (Aσσίζ. 20823· 2895).
[αρχ. επίθ. αμέριμνος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέριμνος -η -ο [amérimnos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει φροντίδες ή άλλες ενοχλήσεις με συνέπεια να είναι ήσυχος, ήρεμος, ξένοιαστος: Kάθεται / κοιμάται ~. Ήταν άνθρωπος χαρούμενος κι ~ πριν του συμβεί το κακό.
αμέριμνα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀμέριμνος, αρχ. σημ.: `αφρόντιστος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέριμνος1 [amérimnos] ο, (L)
- carefree person:
- με φανερή προσπάθεια υποκρινόταν τον αμέριμνο, τον πανευτυχή (Karagatsis) |
- ο ευδαιμονισμός του καιρού είναι μια μικρή ... απόδραση, μια παρένθεση που την επιτρέπουν στον εαυτό τους οι περίτρομοι, οι ουδέτεροι και οι αμέριμνοι (Panagiotop) |
- και ο πιο ~ έρχεται η στιγμή που αναγκάζεται να στοχασθεί, να πραγματοποιήσει κατά ένα ποσοστό τον προορισμό του (id.)
[substantiv. m of αμέριμνος2]
- carefree person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέριμνος2, -η, -ο [amérimnos] (L)
- not caring, carefree, unconcerned, indifferent (syn ξένοιαστος) of animate things & persons:
- μια αμέριμνη ύπαρξη |
- ~ άνθρωπος |
- ~ άντρας |
- αμέριμνο κορίτσι |
- το αμέριμνο κυριακάτικο πλήθος |
- ζει ~, κοιμάται (λιάζεται) ~ |
- ταξιδεύει ~ σαν περιηγητής |
- περπατούσε ~ |
- αμέριμνοι ταξιδιώτες |
- αμέριμνοι περιπατητές |
- ένα αμέριμνο παιδολόι |
- αμέριμνα παιδιά πηδάνε, τραγουδούν |
- αμίλητοι κι αμέριμνοι αναπαύονται |
- αμέριμνοι διασκεδάζουμε |
- προχωρούσε ~ στο δρόμο |
- οδεύαμε αμέριμνοι προς τα σύνορα |
- στο Λουτράκι ο κόσμος τρώει ~ τα λεφτά του |
- η Aθήνα έχασε το χρώμα της και τους αμέριμνους κατοίκους της |
- μια πιστολιά και ο έως χθες ~ και ευτυχής γλεντοκόπος πληρώνει με τη ζωή του τις ερωτικές ανατριχίλες (Melas) |
- οι ληστογλάροι κάθονται απάνω στην επιφάνεια του νερού και ρεμβάζουν αμέριμνοι (Athanasiadis-N) |
- τρυπώνουν για ύπνο τη νύχτα αμέριμνοι και μακάριοι λίγοι τσιγγάνοι (Glezos) |
- poem και πάντοτε μου έφευγες | αμέριμνε Άγγελε της Kινήσεως, και πώς να μη θρηνώ (Papatsonis transl of Hoelderlin) |
- καθίστε | αναπασχόλητοι, αμέριμνοι | κάποτε να τις δείτε | πως προσέρχονται ήσυχες | οι μέρες κλ (Karelli) |
- ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες | βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της (Vrettakos)
- ⓐ carefree, happy, of inanimates & abstracts (syn ξένοιαστος):
- αμέριμνη ηρεμία |
- βίος ~ |
- αμέριμνη ζωή (syn ξένοιαστη ζωή) e.g. θα τραγουδήσει την αμέριμνη ζωή (Melas) |
- η αμέριμνη, χαρούμενη και απλή ζωή του παιδιού |
- η χαρούμενη και αμέριμνη φοιτητική ζωή |
- ζουν την εύκολη κι αμέριμνη ζωή τους ξαπλωμένοι |
- έζησε αμέριμνη παιδική ηλικία (Panagiotop) |
- αμέριμνη στιγμή |
- αμέριμνα χρόνια |
- αμέριμνη ημέρα αργίας a carefree holiday |
- η αμέριμνη, νεανική ευτυχία |
- ένας έρως ~ |
- μια ειρήνη αμέριμνη |
- μια αμέριμνη γαλήνη |
- οι αμέριμνες χαρές των φτωχών |
- ήταν το 1911 εποχή αμέριμνη |
- πόλεις αμέριμνες |
- η Aθήνα η προπολεμική η αμέριμνη (πριν από το 1914) |
- ξεκούραστη και αμέριμνη θερινή διαμονή |
- ονειροπολούμε μια ζωή άλυπη και αμέριμνη (Panagiotop) |
- τάχα με ύφος αμέριμνο της είπα, για να της δώσω θάρρος (Theotokas) |
- ανέλαβε με καρδιά αμέριμνη το τμήμα τορπιλλών (Karagatsis) |
- πώς μπορούν να συντεθούν οι ηθικές βιοθεωρίες από την αμέριμνη κατάφαση της ζωής έως τη στυγνήν άρνησή της (Papanoutsos) |
- άφηνε με αμέριμνη εμπιστοσύνη επί μήνες στο χτεσινό πρωθυπουργό να διαπραγματεύεται το ζήτημα (Christidis) |
- poem αμέριμνον όντας | τ' Aράπη το στόμα | σφυρίζει περνώντας στου Mάρκου το χώμα (Solom) |
- κι ο επίλοιπος | βίος του δε θα διέλθει ~ (Kavafis) |
- που είσαι, χρυσή κι αμέριμνη εποχή; (Skipis) |
- και θα 'ναι αμέριμνο στις αρτηρίες το αίμα | των νέων ανθρώπων (Xydis)
[fr MG αμέριμνος ← K ἀμέριμνος]
- not caring, carefree, unconcerned, indifferent (syn ξένοιαστος) of animate things & persons: