Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέθυστος ο [améθistos] Ο20α : χαλαζίας ανοιχτού μοβ χρώματος που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος: Kολιέ / βραχιόλι / σκουλαρίκια με αμέθυστους. Φοράει ένα δαχτυλίδι με αμέθυστο.
[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμέθυστος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμέθυστος ο.
-
- Hμιπολύτιμος λίθος, αμέθυστος:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [991]).
[μτγν. ουσ. αμέθυστος η (DGE). H λ. και σήμ.]
- Hμιπολύτιμος λίθος, αμέθυστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέθυστος -η -ο [améθistos] Ε5 : που δεν έχει μεθύσει· ξεμέθυστος. ANT μεθυσμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέθυστος1 [améθistos] ο, gen αμέθυστου & αμεθύστου (L) miner
- amethyst:
- χάντρες από αμέθυστο beads of amethyst |
- θραύσματα από αμέθυστο |
- πολλά κοσμήματα προέρχονται από περιδέραια από φίλντισι, αμέθυστο κλ (Varelas) |
- ο καρδινάλης μου άπλωσε να φιλήσω τον αμέθυστο που φορούσε (Kazantz) |
- (ο τοιχογράφος) για να πετύχει το θαυμαστό μενεξελί τόνο δε δίστασε να αλέσει αμέθυστο και ρουμπίνι και να τα ανακατέψει με λάπις λάτσουλι! (Athanasiadis-N) |
- είδα να σχίζεται ο πέπλος της ομίχλης πάνω από λίμνες χρώματος αμεθύστου (Ouranis) |
- το δούλεμα του χρυσαφιού και του σμάλτου και του αμέθυστου και του διορίτη και του όνυχα (Panagiotop) |
- η Θάσος έβγανε σπάνια πετράδια σαν τον αμέθυστο και τον οπάλιο (id.) |
- poem η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων (Kavafis) |
- κ' είπεν η πρώτη |
- "ως ήλιος θα 'ρθει μιαν αυγή, | το μαγικό φορώντας δαχτυλίδι με αμεθύστους (Melachrinos) |
- σαν σε χοάνη λιώνουν τα διαμάντια μου, | οι σάπφειροι και τα τοπάζια κ' οι αμέθυστοι (TBali)
[fr MG ← K ὁ ἀμέθυστος 'amethyst', substantiv. of adj ἀμέθυστος]
- amethyst:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέθυστος2, -η, -ο [améθistos]
- not drunk, unintoxicated, sober (syn νηφάλιος L, ant μεθυσμένος):
- εγώ μονάχα έμεινα ~ |
- στο γάμο κανείς δε μένει ~ |
- κάτι, ως φαίνεται, θ' απόμεινε αμέθυστο και νηφάλιο από την πίκρια της ζωής (Papatsonis) |
- poem ... Διόνυσος φαντάζει πιο μεγάλος· | ~ μες στο ληνό της γης, γλυκός, χωρίς συμπόνια (Kazantz Od 24.1082)
- ⓐ miner ~ λίθος, amethyst (syn αμέθυστος1)
[fr K ἀμέθυστος, cpd w. *μεθυστός (cf ByzG ευμέθυστος; also PatrG μεθυστέον)]
- not drunk, unintoxicated, sober (syn νηφάλιος L, ant μεθυσμένος):