Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάχητος -η -ο [amáxitos] Ε5 : (νομ.) που δεν μπορεί να προσβληθεί με νόμιμα μέσα. ANT μαχητός: Aμάχητο τεκμήριο.
αμάχητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμάχητος `που δεν μπορείς να τον πολεμήσεις΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάχητος, -η, -ο [amá itos] (L)
- irrefutable, incontestable (syn ακαταμάχητος 2b, άμαχος2 3):
- αμάχητο τεκμήριο incontestable presumption |
- αμάχητα επιχειρήματα irrefutable arguments |
- κανείς δεν μπορεί ν' αποδείξει με αμάχητα επιχειρήματα ότι συ βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο και εγώ στο στραβό (Papanoutsos) |
- το πνεύμα έχει αμάχητα τεκμήρια ότι οι αισθήσεις το παραπλανούν (id.) |
- η συσσώρευση γνώσεων ... δεν αποτελεί και το αλάθητο, το αμάχητο τεκμήριο αναγωγής σε πραγματική πνευματική περιωπή (Panagiotop) |
- οι λαοί που επήραν την Kύπρο στην εξουσία τους για πολύ ή για λίγο τεκμηριώνουν με αμάχητο τρόπο τη διαπίστωση (id.) |
- άλλο είδος κύριος εκείνος με την αμάχητη ακτινοβολία της κοινωνικής και πνευματικής του υπεροχής (Theotokas)
[fr AG ἀμάχητος, cpd w. μαχητός (Homer)]
- irrefutable, incontestable (syn ακαταμάχητος 2b, άμαχος2 3):