Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάσητος -η -ο [amásitos] Ε5 : που δεν τον μάσησαν. ANT μασημένος: Aμάσητη τροφή, που δεν τη μάσησαν αρκετά ή καθόλου. Tρώει / καταπίνει το ψωμί αμάσητο. Mην κατεβάζεις αμάσητη την μπουκιά, γιατί θα πνιγείς.
[ελνστ. ἀμάσητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάσητος, -η, -ο [amásitos] &, egion. (Crete,
- Dodec, Peloponn, IonIsl, Thrace) αμάσιστος
- ① not chewed, unchewed (ant μασημένος):
- τρώει or καταπίνει το φαΐ του αμάσητο he swallows his food whole, he gobbles up his food |
- το πάει αμάσητο το ψωμί κάτω
- ⓐ too tough to chew, unchewable (ant μασητός):
- αυτή η μπριζόλα είναι αμάσητη |
- το κρέας έμεινε άβραστο και είναι αμάσητο |
- έβγαλε τους επισκέπτες από την ανάγκη να τρώνε τ' αμάσητα κρέατα από γίδα ή τα βαρυστόμαχα λαδερά (Ouranis)
- ② fig not expended (syn αφάγωτος):
- είναι ολόκληρη περιουσία, αμάσητη ακόμα |
- αμάσητο βιος
- ⓑ unexcelled, unconquered, or undeceived:
- ο τάδε είναι ~ στο σκάκι, στην πρέφα, στην τράπουλα [fr K àμάσητος, cpd w. *μασητός (cf τa μασητά & cpds δυσμάσητος
[Galen], (tm)μιμάσητος; cf also μασητικός 'masticatory' PatrG & L ModG)]