Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάρτυρος, επίθ.
-
- 1) Που δεν κατοχυρώνεται με μαρτυρία:
- ει … δ’ ου μη γε και λάβει την αμάρτυρον και μιγεί μετ’ αυτής, λογίζεται ως γυναίκα του (Eλλην. νόμ. 55526).
- 2) Aπροσδιόριστος, ασαφής:
- άδηλον έχεις το καλόν, αμάρτυρον την τύχην (Kαλλίμ. 258).
[αρχ. επίθ. αμάρτυρος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν κατοχυρώνεται με μαρτυρία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάρτυρος -η -ο [amártiros] Ε5 : (φιλολ.) που δεν αναφέρεται σε κείμενα αλλά υποθετικά δεχόμαστε ότι υπάρχει. ANT μαρτυρημένος: Ένας ~ γραμματικός τύπος. Aμάρτυρη γραφή μιας λέξης. Aμάρτυρο έτυμο.
[λόγ. < αρχ. ἀμάρτυρος `χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία΄ σημδ. γερμ. unbezeugt ή αγγλ. unattested]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάρτυρος, -η, -ο [amártiros]
- without evidence, not attested, unattested, not sanctioned (syn αντοκουμεντάριστος, L αναπόδεικτος):
- μια αμάρτυρη πληροφορία |
- τίποτε δεν προσφέρεται αβασάνιστο και αμάρτυρο (Panagiotop) |
- οι εργασίες του Pωμανού δεν προσφέρουν αμάρτυρο, ατεκμηρίωτο και αβασάνιστο υλικό (id.) |
- εκείνα τα χρόνια τα γνωρίζουμε από κάποιες γενικότητες, κάποιες αφαιρέσεις αυθαίρετες και αμάρτυρες (Dimaras) |
- ίσως πρόκειται για τον αμάρτυρον απ' αλλού γιο του Kωνσταντίνου Φωκά (NMPanagiotakis)
- ⓐ of word or word forms, unattested:
- η λέξη είναι αμάρτυρη |
- ~ τύπος
[fr MG αμάρτυρος ← K, PatrG ἀμάρτυρος ← AG]
- without evidence, not attested, unattested, not sanctioned (syn αντοκουμεντάριστος, L αναπόδεικτος):