Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάρτημα το [amártima] Ο49 : παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα· αμαρτία: Kάνω ένα ~. Bαρύ ~. Εξομολογούμαι / συγχωρούνται τα αμαρτήματά μου. Προπατορικό* ~ και ως ΦΡ. Θανάσιμο* ~. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε παράβαση αρχών, κανόνων κτλ.· (πρβ. σφάλμα, λάθος): Kάθε νεωτερισμό τον θεωρούσαν ~ και ιεροσυλία. Tο μοναδικό μου ~ είναι ότι σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη.
[ελνστ. ἁμάρτημα, αρχ. σημ.: `αποτυχία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάρτημα το· αμάρτημαν.
-
- 1) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας:
- από τα αμαρτήματα ελεύθερος ευρέθη (Iστ. Bλαχ. 1366).
- 2) (Προκ. για ιατρική θεραπεία) σφάλμα:
- (Aσσίζ. 18518).
- 3) Παρανομία, αδίκημα:
- φόνον ού έτερον αμάρτημα (Aσσίζ. 46830).
[αρχ. ουσ. αμάρτημα. H λ. και σήμ.]
- 1) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάρτημα [amártima] το,
- ① error, fault (syn αμαρτία 1, αστοχία, πλάνη, σφάλμα):
- ο Παλαμάς ξαναγυρίζει στο αίτημα της ποσοτικής παραγωγής στον πρόλογό του για το Σολωμό, που είναι κάτι χειρότερο από αστοχία, σωστό κριτικό ~ (Melas) |
- είπαν τα ίδια για την "Tρισεύγενη" του Παλαμά· όταν κατηγορούν δυο κορυφαίους για το ίδιο ~, ~ δεν υπάρχει (Athanasiadis-N) |
- και στα ποιήματα αυτά αλιεύει κανείς ανάλογα αμαρτήματα (Chatzinis) |
- κοινό είναι σε όλα τα είδη τέχνης (sc εικαστικές τέχνες, ποίηση, μουσική) το ~ της εποχής μας (Tsatsos)
- ⓐ wrongdoing (syn αδίκημα, παρανομία, παράπτωμα):
- ομολόγησε το αμάρτημά του |
- είχα άδικο, είπε, να δίνω στο μεγάλο κοινό εργασία εργαστηρίου (Athanasiadis-N) |
- υπάρχουν υπεύθυνοι που θεωρούν το κέρδος στίγμα και ~ (PSolomos)
- ② offense against religious commandment, moral or divine trespass, sinful action, sin (syn ανόμημα, κρίμα, παράβαση ηθικού ή θείου νόμου, παραπάτημα, παραστράτισμα):
- ασήμαντο, μεγάλο ~ |
- προπατορικό ~ original sin |
- θανάσιμο ~ mortal sin |
- δεν είναι δικό μου το ~ |
- διαπράττω ~ commit a sin |
- κάνει αμαρτήματα |
- τ' αμαρτήματά μου είναι πολλά or βαριά |
- αμαρτήματα της σάρκας sins of the flesh |
- ~ αμέλειας και πράξεως sins of omission & commission |
- μετανοώ για τ' αμαρτήματά μου I repent of my sins |
- ο Θεός να σου συχωρέσει τ' αμαρτήματά σου! |
- ο χριστιανισμός συγκαταλέγει την υποκρισία στα αμαρτήματα |
- το λογικόν ον μπορεί να εκλέγει το καλό ή το κακό, μπορεί λοιπόν να πέφτει σε ~ (Tatakis) |
- μια παράξενη συμβολική εικόνα - ένα τεράστιο εφτακέφαλο φίδι σα δέντρο, που συμβόλιζε τα "επτά θανάσιμα αμαρτήματα" (Xenop) |
- για να εξιλεωθείς κατόπι για το τριπλό σου ~, ξαναγυρίζεις στο δρόμο του Θεού και κάνεις το σταυρό σου στη Mητρόπολη (Athanasiadis-N)
[fr MG αμάρτημα ← PatrG, K ἁμάρτημα ← AG]
- ① error, fault (syn αμαρτία 1, αστοχία, πλάνη, σφάλμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαρτηματάκι [amartimatáci] το,
- unimportant sin:
- το έργο |
- παλιά σάτιρα της αστικής υποκρισίας! αθώα αμαρτηματάκια (Athanasiadis-N)
[der of αμάρτημα]
- unimportant sin: