Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάραντος, επίθ.
-
- Που δε μαραίνεται·
- (μεταφ.) αιώνιος, αθάνατος:
- της αμαράντου δωρεάς (Πένθ. θαν. K 374).
- (μεταφ.) αιώνιος, αθάνατος:
[μτγν. επίθ. αμάραντος. H λ. και σήμ.]
- Που δε μαραίνεται·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάραντος -η -ο [amárandos] Ε5 : 1.που δε μαράθηκε. ANT μαραμένος: Aμάραντα φύλλα / λουλούδια. ~ βασιλικός. || (επέκτ.): Aμάραντη νιότη / ομορφιά / αγάπη. 2. (ως ουσ.) α. ο αμάραντος, ποώδες φυτό που φυτρώνει σε ξηρά ορεινά εδάφη και δε μαραίνεται εύκολα: Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει. β. (συνήθ. πληθ.) το αμάραντο, ονομασία για διάφορα ποώδη φυτά: Στεφάνι / μπουκέτο από αμάραντα.
[1: ελνστ. ἀμάραντος· 2: ελνστ. *ἀμάραντος ὁ (πρβ. ελνστ. ἀμάραντον τό, αλλά λατ. amarantus αρσ.) ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμάραντος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάραντος1 [amárandos] ο, (& αμάραντο το,)
- ① bot (L) name of the genus Amaranthus and plants thereof, amaranth, pigweed
- ⓐ any of several plants, cultivated or wild, whose flowers when dried preserve shape & color, everlasting, everlasting flower, e.g. certain plants of the genera (of the Compositae) Helichrysum, helichrysum, strawflower; Gnaphalium, cudweed; Ammobium, ammobium; (of the Crassulaceae) Sedum, sedum, orpine, stonecrop; Sempervivum, sempervivum, houseleek; (of the Mesembrianthemaceae) Mesembrianthemum; (of the Labiateae) Teucrium, germander:
- τα αμάραντα everlasting flowers |
- κόβουν, μαζεύουν τον αμάραντο |
- στεφάνια πλέκονται με τον αμάραντο |
- idiom phr τραβάει τον αμάραντο he suffers a great deal |
- σαν τ' αμάραντα! addressed to s.o. who is rarely seen (syn σαν τα χιόνια!) |
- | In lit |
- ανάμεσα στους βράχους ήτανε φυτρωμένα τούφες χρυσαφιά αμάραντα (Myriv) |
- λόφοι καταπράσινοι γεμάτοι θάμνους από αμάραντα (Varelas) |
- τριγύρω είχε μια χρυσή κορνίζα και στην άκρη λουλούδια -αμάραντα τα λέμε μεις- με μια κορδέλα με τα χρώματα τα ελληνικά (Nakou) |
- folks. ~ κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει (Peloponn) |
- θωρείς τον τον αμάραντον πώς κρέμεται στο βράχο (Bouvier) |
- πάνω σε τρίκορφο βουνό | μάνα και δυχατέρα, δυο, | μαζεύαν τον αμάραντο (DPetrop) |
- poem ποιος τ' ουρανού τ' αμάραντα | γλυκοποτίζει τώρα (Markoras) |
- τ' αμάραντα; μη βιάζεσαι· στο μνήμα θα σ' τα σπείρω (Palam) |
- δεν τ' αξίζεις τ' αμάραντα, σα φοβήθης το μνήμα (id.) |
- και γύρω της αμάραντα ν' ανθίσει | ο Mύθος Λόγος κι ο Xρησμός Θεσμός (Sikel)
- ⓑ century plant, Agave americana (syn αγαύη L, αθάνατος2 1)
- ② region. (Cycl) orn European goldfinch, Carduelis carduelis (syn in αγκαθοπούλι)
[fr MG αμάραντον (το) ← K ἀμάραντον; the masc -ος substantiv. of the adj]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάραντος2, -η, -ο [amárandos]
- ① unwithered or not withering, not fading (ant μαραμένος):
- αμάραντο φύλλο, κλωνάρι, κλαρί, κλωνί |
- αμάραντη πρασινάδα, χλόη |
- ~ ανθός unfading blossom |
- αμάραντο λουλούδι or άνθος everlasting flower |
- αμάραντα άνθια |
- ρόδο αμάραντο |
- αμάραντο κρίνο |
- ~ λευκός κρίνος |
- αμάραντη δάφνη unwithered laurel |
- ~ στέφανος δάφνης |
- ένα στεφάνι αμάραντο, e.g. έπλεξε στεφάνι αμάραντο για να το φορέσει της ελληνικής ιδέας (Palam) |
- poem δείξε τ' αμάραντα κλαριά | που σ' έχουν στεφανώσει (Markoras) |
- κ' ήσουν εσύ, Δεξίλεε, λεβέντη καβαλάρη, | αμάραντο ασπρολούλουδο της αθηναίας τέχνης! (Palam) |
- βγαίνουν αμάραντ' από μάρμαρο τα κρίνα, | λάμπει γεννήτρα ενός Oλύμπου η θεία Πεντέλη (id.) |
- κ' ένα κλωνάρι αμάραντο τ' ωραίο σου χέρι ας πάρει (Malakasis) |
- η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο (id.)
- ② fig unwithering, unfading, imperishable, longlasting, undying, eternal, everlasting (w. hyperbole & poet licence) (syn άφθαρτος, διαρκής; αθάνατος, αιώνιος):
- αμάραντη δόξα |
- αμάραντη ομορφιά |
- αμάραντο θαύμα |
- αμάραντο στεφάνι (~ στέφανος) της δόξας |
- η σοφία είναι αμάραντη |
- ό,τι τον έφερε ζωντανό ήταν η αμάραντη τριπλή εμπιστοσύνη στην πρωταρχική σημασία της ύπαρξης (Panagiotop) |
- ανθίζει μέσα μου αμάραντη η αγάπη του τόπου αυτού (id.) |
- αγωνίζονται να διατηρήσουν αμάραντη την αίγλη τους και την ομορφιά τους (id.) |
- το αμάραντο φως της κοιλάδας του Kλαδέου (id.) |
- η αξία των ιδεών βρίσκεται στο σφρίγος που τις γεμίζει στην Aμερική, στην αμάραντη νιότη που ζουν εκεί (Theotokas) |
- το αθάνατο και αμάραντο πρότυπο μόνον ο νους το έχει σταθερό αγάπημα απέναντί του και το θεάζεται (Theodorakop) |
- μας παρουσιάζει την εικόνα του ζωντανού στεφανωμένου με τα αμάραντα στολίδια των Mουσών και της δόξας που απορρέει απ' αυτά (Papatsonis) |
- folks. του μοναχογιού ο χαμός ~ καημός |
- poem και μου τονίζει ως κ' εμέ τη λύρα | η αμάραντή σου, δέσποτα, αγιαστήρα! (Avlichos) |
- δικός σου είν' ο λευκόφτερος κι ο γαλανός αέρας, | που σου φυλάγει αμάραντη και δροσερή τη νιότη (Palam) |
- από το αιώνιό μου ταξίδι | φέρνω ετούτες τις στροφές, | ανάβρα αμάραντη του Λόγου (Sikel) |
- στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει | με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια (Mavilis) |
- η κεφαλή, | αφού τη δρέψανε, του Bαφτιστή, όμοια με αμάραντη Γραφή | φάνταζε επάνω στη διαρκή λεκάνη (Papatsonis) |
- πνέει από την αμάραντη εικόνα σου | μυρουδιά αποβροχάρικης γης | και μουσκεμένης βιολέτας (Prevelakis) |
- ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις, πες μου (Elytis) |
- αμάραντο είναι το χαμόγελο του Aπρίλη (Zevgoli) |
- κάτω από τα δασιά πλατάνια στεφανωμένος με λαμπερά φύλλα κι αμάραντα | ~! (Kostavaras)
[fr MG αμάραντος ← K ἀμάραντος (LXX +), cpd w. *μαραντός, found also in δυσ-, εe-, (tm)μι-μάραντος & der μαραντ-ικός]
- ① unwithered or not withering, not fading (ant μαραμένος):