Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάξωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάξωμα το [amáksoma] Ο49 : το τμήμα κάθε τροχοφόρου οχήματος που στηρίζεται στο σκελετό του και προορίζεται για τους επιβάτες ή το φορτίο· ειδικότερα, το τμήμα του αυτοκινήτου που στηρίζεται στο σασί: Εργοστάσιο κατασκευής αμαξωμάτων για φορτηγά αυτοκίνητα / λεωφορεία.

[λόγ. άμαξ(α) -ωμα απόδ. γαλλ. carrosserie]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάξωμα [amáksoma] το, (L)
  • body of a vehicle (truck, car):
    • το ~ του οχήματος, του αυτοκινήτου |
    • εργοστάσιο αμαξωμάτων |
    • το ~ στηρίζεται απάνω στο πλαίσιο του αυτοκινήτου (syn καρότσα, καροσερί)

[der of *αμαξώ (-όω), der of άμαξα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες