Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάξι το [amáksi] Ο44 : 1.η άμαξα: Ένα ~ με δύο άλογα. 2. (οικ.) το αυτοκίνητο: Mας πήγε βόλτα με το ~ του. Ο κουμπάρος μου αγόρασε καινούριο ~.
αμαξάκι* το YΠΟKΟΡ. αμαξάρα η MΕΓΕΘ: Tι ~ είναι αυτή! [μσν. αμάξι(ν) < αρχ. ἁμάξιον υποκορ. του ἅμαξα· αμάξ(ι) -άρα]
- αμάξι το· αμάξιν.
-
- 1) Tροχοφόρο που σύρεται από ζώα (μέσο μεταφοράς), κάρο:
- (Iστ. πατρ. 15021)·
- (σε παροιμ.):
- Ο Τούρκος … με το αμάξι τον λαγόν πιάνει (= οι Τούρκοι πετυχαίνουν τους στόχους τους χωρίς βιασύνη, με υπομονή, επιμονή και μεθοδικότητα) (Ιστ. Βλαχ. 1268).
- 2) Άρμα:
- (Xίκα, Eπίγρ. 8), (Eρωτόκρ. B´ 512).
[αρχ. ουσ. αμάξιον. O τ. το 13. αι. (LBG). H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Tροχοφόρο που σύρεται από ζώα (μέσο μεταφοράς), κάρο:
- αμάξι [amáksi] το,
- ① coach, carriage (syn in άμαξα):
- ανοιχτό (κλειστό) ~ |
- φώναξε ένα ~ |
- δεν πήρα ~, γιατί ήθελα να περπατήσω |
- μετακομίσαμε με ~ |
- ένα ~ χώρεσε και μας και τα πράματα |
- πήγα στο σταθμό με ~ |
- στο Mαραθώνα είχαν μεταβεί με αμάξια |
- η ξεναγός μας οδήγησε ύστερα με το ~ της στην αντίθετη άκρη της πόλης |
- folkt να σου φέρω φορέματα ωραία, βασιλικά να σε ντύσω και αμάξια να σε πάρω (Megas) |
- άλλοι τρεις πασάδες με πλήθος γκαμήλια κι αμάξια κι άλλα ζώα φορτωμένα (Makryg)
- ⓐ chariot (syn L άρμα):
- poem α, δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα | του αμαξιού και που έχασα μια αστεία νίκη (Kavafis)
- ② truck (syn καμιόνι, φορτηγό αμάξι)
- ⓑ cart, wheelbarrow (syn καροτσάκι):
- χειροκίνητο ~ handcart
- ⓒ region. (Eub, Thrace) cart load (syn αμαξιά):
- αγόρασα ένα ~ ξύλα
- ③ any motor car, private or public (syn αυτοκίνητο):
- τα παιδιά σχηματίζουν κύκλο γύρω από το ~, το χαζεύουν, παρακολουθούν τη σημαία μας που κυματίζει στην αντένα του ραδιοφώνου (Melas) |
- ήταν μιάμιση ώρα μακριά το νοσοκομείο κ' έπρεπε να την κουβαλήσουν μ' ~ (Panagiotop) |
- σηκώνουμε το ~ με γρύλο, ώσπου να γυρίζει ο ρυθμιζόμενος τροχός ελεύθερα (Vardakos) |
- πάρε το ~ σου και τρέχα αμέσως, σε ικετεύω (Roufos)
- ④ Aμάξι το, constellation of the Big Bear (syn in άμαξα 4):
- αυτά τ' άστρα τα λέμε Eφτά αδέρφια κι Aλετροπόδα ... τα λέγουν κι Aμάξι του Δαβίδ, επειδή μοιάζουν και με ~(Prevelakis)
[fr MG αμάξιν ← K ἁμάξιον (also ὀνημάξιον, χειραμάξιον), der of ἃμαξα; meaning 'chariot' also MG]
- ① coach, carriage (syn in άμαξα):
- αμαξιά [amaksjá] η,
- coachful or cartload (syn αμάξι 2c, αμαξοφόρτωμα):
- μετάφερα μια ~ ανθρώπους |
- μια ~ ξύλα, σανό, άμμο |
- δέκα αμαξιές χαλίκι |
- αυτό το χόρτο είναι δυο αμαξιές |
- το εμπόρευμα θα πάρει αρκετές αμαξιές
[fr LMG αμαξιά (Somavera), der of αμάξι w. suff -έα]
- coachful or cartload (syn αμάξι 2c, αμαξοφόρτωμα):
- αμαξιάτικα τα [amaksxátika] Ο41 : (προφ.) η αμοιβή του αμαξά για ορισμένη διαδρομή: Ποιος θα πληρώσει τα ~;
[αμάξ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος]
- αμαξιάτικα [amaksjátika] τα,
- carriage fare:
- πλήρωσα τ' ~
[der of αμαξάς w. termin. -ιάτικα as in near-syn αγωγιάτικα]
- carriage fare:
- αμαξιλάρωτος, -η, -ο [amaksilárotos] obsol, theat
- not shown disapproval by the audience's hurling cushions at the stage & the actors:
- το έργο δεν είναι τέλειο, αλλά έμεινε αμαξιλάρωτο |
- ένας ηθοποιός έπαιξε καλά και έμεινε ~
[cpd w. *μαξιλαρωτός: μαξιλαρω-μένος (μαξιλαρώνω)]
- not shown disapproval by the audience's hurling cushions at the stage & the actors:
- αμαξιτός -ή -ό [amaksitós] Ε1 : (για δρόμο) που είναι σχετικά φαρδύς και ομαλός, έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται τροχοφόρα οχήματα και ιδίως αυτοκίνητα: Ένας ~ δρόμος. Aμαξιτή οδός.
[λόγ. < αρχ. ἁμαξιτός]
- αμαξιτός, -ή [amaksitós]
- passable by carriage, carriageable, i.e. paved:
- ~ δρόμος carriage-way, carriage (or wagon) road, paved road, highway (syn αμαξόδρομος, αμαξωτός δρόμος, δημοσιά) |
- δρόμος ~ δυτικά οδηγεί σε άλλο χωριό |
- ήταν μεγάλη πόλη, όπως φαίνεται από τους αμαξιτούς δρόμους και από τα λείψανα κτιρίων (Varelas) |
- ~ δρόμος φιδοσέρνεται επάνω στα βουνά (Sfyroeras) |
- φαίνεται η άσπρη λουρίδα του αμαξιτού δρόμου (Ouranis) |
- την Aγία Πελαγία την ενώνει με τη Xώρα ένας ~ δρόμος τριάντα χιλιόμετρα (id.) |
- τη ρηχή λιμνοθάλασσα τη διέσχιζε ένας ~ δρόμος (id.) |
- αμαξιτή οδός (L) (= αμαξιτός δρόμος) |
- ακολουθώντας την αμαξιτή οδό φθάνουμε στο χωριό Kρήνη (Varelas)
[fr AG ἁμαξιτός in phr ἁμαξιτeς ἁδός & (tm) ἁμαξιτός (this also in Cyrillus Alex., 5th c. AD) cpd of ἃμαξα & ἰτός of ἰέναι (hence anal. also ἀταρπιτός); cf τεθρά-ιτος, ἐξ-ιτός, εἰσ-ιτός, προσ-ιτός etc]
- passable by carriage, carriageable, i.e. paved: