Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάν
44 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάν [amán] επιφ. : δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου και τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής και συνοδεύεται συνήθ. από επιφωνηματική πρόταση ή φράση· για έντονη: α. παράκληση για βοήθεια: ~ αφέντη, λυπήσου με! ~, ~ για το Θεό, μην τον χτυπάτε! β. στενοχώρια, λύπη· οχ: ~, Θεέ μου! Οχ ~, τι καημός κι αυτός! ~ τι έκανα! Ξέχασα να τους ειδοποιήσω. || συμπαράσταση: ~ ο καημενούλης τι έπαθε! || Οχ ~, τρέξτε και μας έφτασαν! γ. απόγνωση: ~ τι πάθαμε. ~ τι κάνουμε τώρα; δ. δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία· οχ, ουχ: ~ μην αρχίσεις πάλι τα ίδια! ~, για το Θεό, σταμάτα τις παρατηρήσεις! ε. δυσφορία, αγανάκτηση· οχ πια: ~ πια βαρέθηκα / μπούχτισα! ~ πια δεν αντέχω άλλο! ~ πια δεν υποφέρεσαι! ΦΡ λέω ~, για αγανάκτηση από μεγάλη ταλαιπωρία: Aπό το πολύ κρύο είπαμε ~! Είπαμε ~ ώσπου να ξημερώσει! κάνω ~ για κτ., επιδιώκω, λαχταρώ κτ. επίμονα (συχνά ως αρνητικό σχόλιο): Kάνει ~ για τσιγάρο / για πιοτό. Ο κόσμος κάνει ~ για έξω / για ένα ταξίδι. στ. θαυμασμό, χαρά· αχ: ~ τι όμορφη που είναι! ~ τι κρασί είναι αυτό!

[τουρκ. aman (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
άμαν, επίρρ.,
βλ. άμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάν [amán] (& αμάαν, αμάααν) excl
  • to express grief, displeasure, surprise etc, oh! ah! mercy! help! please!:
    • τι κακό σας κάναμε; ~! |
    • ~, τι τρέχει πάλι; |
    • ~, Θεέ μου, λυπήσου μας! |
    • ~, αφέντη, σώσε με! |
    • ~, αφέντη, συχώρα με! |
    • ~, αδερφέ μου, χάνομαι για δυο χιλιάρικα! (I need a loan of 2,000 drs) |
    • ~, μη μου κάμεις τέτοιο μεγάλο κακό! |
    • ~, για το Θεό, μην τον χτυπάς! |
    • ~, τρέξετε να προφτάσομε! |
    • ~, τι πράμα είναι τούτο! |
    • idiom phr βρε αμάν! but please!, e.g. folkt -η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε. -βρε, ~! -όχι, πρέπει να σε φάμε |
    • idiom phr φωνάζω ~ από τον πόνο I feel an excruciating pain (i.e. I cry 'mercy' from pain) |
    • prov phr ~, αγά μου, σφάξε με ν' αγιάσω when one prefers to die because there is no alternative |
    • folkt ~, του λέει εκείνη, απ' το θεό στα χέρια σου, γλύτωσέ με! (Megas) |
    • ~, σύντεκνε, εσύ ξέρεις, δος μου δεκαπέντε μέρες προθεσμία να πάω σπίτι μου (Loukatos) |
    • ~, τρέχε, Πρίντζιπά μου! παρακαλούνε όλοι (Petsalis) |
    • ~, φώναξε, γλυτώστε με, συντρόφοι! (Myriv) |
    • πάνω στο μεγάλο κέφι ο ένας τους έκαμε αμάαν! και πέταξε το σιδεροπάπουτσό του μέσα στο νερό της στέρνας (id.) |
    • κατεβαίνω πάλι στην παραλία· αμάααν! γλεντοκοπούν τα καφεσαντάν (Athanasiadis-N) |
    • χόρτασα νηοπομπή· ~, όχι άλλο! (Karagatsis) |
    • rembetiko ~, Mαρίκα, τον μπελά μου βρήκα | στο μαχαλά σου | για την ομορφιά σου (IPetrop) |
    • poem ~, αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου! (Palam) |
    • ~ κ' οι βοσκοπούλες τους σαν λεϊμονιές θ' ανθίζουν! (Athanas) |
    • ~ φωνάζει τρεις φορές | και τρεις φορές στενάζει (AKyriazis)
  • ⓐ phr κάνω (στέκομαι) ~ για κάτι be deprived of sth, e.g. κάνει ο κόσμος ~ για ψωμί (για λάδι, για νερό, για νέα) (syn κάνω κρα για):
    • τα παγούρια μας στεγνά· ~ κάναμε για μια μπουκιά νερό να βρέξουμε τη γλώσσα (Myriv) |
    • μπαρούτι μύριζε το Θαλασσοχώρι κ' οι ενορίτες με τους ενορίτες στέκονταν ~ για πόλεμο (Palam)
  • ⓑ ~ ~ as introduction or insertion to color the feeling of the singer:
    • rembetiko ~~, αχ, θα τρελαθώ· | για τα σένα, χήρα μου, φυλακή θα μπω (IPetrop) |
    • όσ' έχουνε πολλά λεφτά να 'ξερα τι τα κάνουν· | άραγε σαν πεθάνουνε -~, ~- μαζί τους θα τα πάρουν; (id.)

[fr Arab-Turk aman 'oh! ah! mercy! help!']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάν-αμάν [amán amán] το,
  • singing aman aman:
    • η ηθοποιός κάθεται στο ντιβάνι· τίποτε από ανατολίτικη πλαδαρότητα, από ξάπλωμα και από ~ (Athanasiadis-N)

[fr Turk aman! aman!]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμανάτι το [amanáti] Ο44 : 1.(παρωχ.) ενέχυρο ή εγγύηση: Bάζω / δίνω / αφήνω κτ. ~. Για να ζήσει μερικούς μήνες η δύστυχη έδωσε ~ τα λιγοστά χρυσαφικά της. || (για πρόσ.) όμηρος: Έκλεισαν στη φυλακή τους προεστούς, για να τους έχουν ~. 2. (προφ.) χαρακτηρισμός για καθετί που υποχρεώνεται να έχει κάποιος κοντά του, ενώ είναι γι΄ αυτόν ενοχλητικό: Έχασε τη γυναίκα του και του έμεινε ~ η πεθερά. Ένας θεόρατος καναπές που μας άφησε ~ ο προηγούμενος νοικάρης. ΦΡ μένω / με αφήνουν ~, μένω χωρίς παρέα ή δεν ικανοποιείται ένα αίτημα, μια επιθυμία μου.

[τουρκ. amanat, emanet `αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη΄ (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανάτι [amanáti] το, (& region. Crete, Epir, WMaced, Thrace etc αμανέτι)
  • ① object entrusted to s.o. or an institution for safekeeping, trust (syn L παρακαταθήκη):
    • μας το άφησε για ~ |
    • είχε ο αθεόφοβος κι αμανάτια που τα 'κλεψε (Psichari) |
    • θα τα στείλω γω στην τράπεζα ~(Vlachogiannis) |
    • poem σαράφικα έχτισε σωστά | μ' ασημικά και μ' αμανάτια (Agras)
  • ② pawn, gage, pledge, surety (syn αμάχι, ενέχυρο, υποθήκη):
    • είναι ~ it is at gage |
    • βάζω (βάνω) κάτι ~ I pawn sth (syn αμανατιάζω, αμαχεύω 1, ενεχυριάζω) e.g. βάζω το ρολόι μου ~ (syn ακουμπώ το ρολόι μου) |
    • έβαλε ~ τα σκουλαρίκια της, τα χρυσαφικά της |
    • και τα εικονίσματα βάνει ~ |
    • θέλει να βάλει το σπίτι του ~ |
    • το σπίτι του το 'χει ~ (Demetrieis) |
    • τι θα πάθαινα, αν έβαζα τότε στην Aθήνα τις χειμωνιάτικες φορεσιές μου ~! (Xenop) |
    • δάνειζε στη φτωχολογιά δανεικά κι αγύριστα, δίχως ~, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό (Nirvanas) |
    • poem οι τόκοι | κ' οι δανειστές μου οι ζόρικοι με σέρνουν | και παίρνουνε το βιος μου για ~ (Stavrou Ar)
  • ⓐ hostage (syn L όμηρος):
    • κρατώ or παίρνω κ. ~ |
    • αφήνω (παρατώ) κ. ~ |
    • κράτα το γιο μου ~ ώσπου να γυρίσω |
    • idiom phr έμεινε ~ stayed for good as was not intended or agreed upon |
    • αξίωσε από τους προεστούς να μείνουνε στην Tρίπολη ~ (Melas) |
    • πήρανε δώδεκα αρχόντους να τους κρατήσουν ~ (Petsalis)
  • ⓑ region. direction, instruction, command (syn εντολή, παραγγελία):
    • folks. μισεύω και σ' αφήνω γεια, σ' αφήνω κι ~ |
    • | τα δυο βυζιά του κόρφου σου άλλος να μην τα πιάσει (DPetrop)
  • ③ region. (Cycl, EAegean, Thrace etc) parcel shipped through a private person providing messenger and delivery service (αμανετζής) (syn region. αποδοσίδι 1b):
    • σου φέρνω ένα ~ από το γιο σου |
    • του 'δωκα ~ να το πάει στην αδερφή μου στην Πόλη |
    • θα λάβεις ένα ~ με το σωφέρ

[fr LMG αμανάτι, this fr Turk amanat bes emanet 'thing entrusted to s.o. for safekeeping']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιάζω [amanatjázo] region. (Peloponn,
  • Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):
    • θ' αμανατιάσουμε το σπίτι μας να πάρουμε λεφτά

[der of αμανάτι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιτζής [amanatidzís] ο, (& αμανετιτζής)
  • pawnbroker (syn ενεχυροδανειστής)

[fr Turk emanetçi 'depositary; pawnbroker']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανεδάκι [amane∂áci] το, (& region. μανεδάκι) το,
  • little song in oriental style:
    • ο ραβδιστής τραγουδάει το μανεδάκι που μαρτυρεί τον καημό του (Lesbos) |
    • ένας καραβήσιος, κάνοντας τ' ~ γαργάρα του, ακούστηκε σαν ψαλμωδία ιερέα (Skarimpas)

[der of αμανές; cf stem αμανεδ- of pl αμανέδες; cf καφεδ-άκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμανεδισμός [amane∂izmós] ο,
  • melody of an amanes:
    • ο ρινόφωνος ~ (Palaiologos)

[der of αμανές]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες