Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάλγαμα το [amálγama] Ο49 : 1.κάθε κράμα που περιέχει υδράργυρο και σκόνη ενός ή περισσότερων μετάλλων: ~ χρυσού / αργύρου. 2. (μτφ.) για σύνολο στοιχείων συνήθ. θετικά χαρακτηρισμένων: Ένα ~ αγιότητας και αιδημοσύνης. Tραγούδι με νέα αμαλγάματα λέξεων και ρυθμών.
[λόγ. < μσνλατ. amalgama (από τα αραβ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάλγαμα [amálγama] το, (L)
- ① amalgam:
- ~ από δύο μέταλλα |
- ~ χαλκού copper amalgam |
- poem ταιριάζουν τα μέταλλα, τ' αμαλγάματα, | τα ζεσταίνουν και λαξεύουν πάνω τους | τον κύκλο του ήρωα κλ (Decavalles)
- ② fig amalgam, mixture, medley, or combination, of diverse persons, things, situations, styles, or ideas (syn σύμφυρμα):
- ~ χρωμάτων |
- εικονογραφικό ~ |
- κοσμοπολιτικό ~ |
- καλλιτεχνικά αμαλγάματα |
- το ~ διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών, παραδόσεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας |
- ο χαρακτήρας του είναι ένα παράξενο ~ αντιφατικών χαρακτηριστικών |
- ~ εθνών, εθνικό ~ |
- ~ λατρειών |
- ~ χριστιανοσύνης και παγανισμού |
- (στην Eυρώπη) ένα θελκτικό ~ ονομάζεται κλασικορομαντισμός |
- ένα τολμηρό και περίεργο ~ όλων των θεατρικών μορφών |
- ο ποιητής παρουσιάζει ~ διαφόρων θέσεων |
- ~ καθυστερημένου υπερρεαλισμού και εικονισμού |
- των γνωστικών η γνώση, ~ απόψεων χριστιανικών και απόψεων των μυστηριακών λατρειών (Tatakis) |
- η ελληνική τέχνη αποτελεί ένα ~ των δυο δυνατοτήτων, του απτικού και του οπτικού, με την τάση να χειραφετήσει τη δεύτερη (Karouzos) |
- η βυζαντινή τέχνη οφείλεται στο ~ τριών στοιχείων |
- του Eλληνισμού, του Xριστιανισμού και της Aνατολής (Evelpidis) |
- ο άνθρωπος, μεταίχμιο ανάμεσα στο θηρίο και στο Θεό, ~ ατέλειας και τελειότητας, έχει την ακέραιη και αμιγή γνώση και δεν την έχει (Papanoutsos) |
- poem το σώμα σου, ένα ~ από σμάλτο και κοράλι (KEmmanouil)
[fr ML amalgama ← Arab al + Gr μάλγαμα 'softening agent' w. dissim loss of -l- & transposition of αγ γα]
- ① amalgam:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαλγαμάτωση η [amalγamátosi] Ο33 : 1.χρήση του αμαλγάματος σε ορισμένες εργασίες. α. επικάλυψη με αμάλγαμα: H ~ του καθρέφτη. β. μέθοδος για χωρισμό των πολύτιμων μετάλλων από το μετάλλευμα με χρήση αμαλγάματος. 2. παρασκευή αμαλγάματος.
[λόγ. αμαλγαματ- (αμάλγαμα) -ωσις > -ωση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαλγαμάτωση [amalγamátosi] η, (& L αμαλγαμάτωσις) = αμαλγάμωση.