Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάλαχτος -η -ο [amálaxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαλάξει.
[ελνστ. ἀμάλακτος `σκληρός, άπονος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάλαχτος, -η, -ο [amálaxtos]
- ① unsoftened (syn in αμάλαγος 1):
- κερί αμάλαχτο |
- αμάλαχτες προβιές
- ⓐ unsusceptible to softening:
- το ατσάλι γίνεται αμάλαχτο σαν πέτρα
- ② untouched, chaste (syn in αμάλαγος 2b):
- αμάλαχτη γυναίκα, κόρη |
- αμάλαχτο κορίτσι
- ③ inflexible, inexorable, relentless, unyielding, harsh (syn in αμάλαγος 5):
- ο σπιτονοικοκύρης ~ πέταξε τα ορφανά στο δρόμο |
- ο δικαστής ήταν αυστηρός και ~ |
- βαθαίνοντας ως την κερένια αμάλαχτη ψυχή (KPolitis) |
- έχει τον άγριο πρωτογονισμό του, ένστικτα αμάλαχτα ακόμη και γι' αυτό τυφλά (Papanoutsos) |
- poem μα ο ~ μονιάς δεν πραγαλιάει και δεν ψυχοπονάται (Kazantz Od 10.763) |
- κ' η αμάλαχτη του μπροσταρά φωνή στο βλάμη απηλογήθη (ib 8.1318)
[fr MG αμάλακτος ← αμάλακτος PatrG (Olympiodorus Alex., 6th c. AD) ← K (& Aristotle) ἀμάλακτος, cpd w. μαλακτός (Aristotle); cf ευ-, δυσ-, νεο-, πυρι-μάλακτος]
- ① unsoftened (syn in αμάλαγος 1):