Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάκα
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάκα η [amáka] Ο25α : (λαϊκ.) η τράκα 3: Είναι μαθημένος στην ~. Είναι άνθρωπος της αμάκας. || (ως επίρρ.) τζάμπα: Mη θαρρείς πως θέλω να φάω ~.

[βεν. a maca `με έξοδα άλλου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάκα1 [amáka] adv
  • at the expense of s.o. else, without paying, without compensation, free (syn με έξοδα άλλου, δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα):
    • ζει ~ |
    • τρώει, πίνει ~ |
    • καπνίζει (φουμάρει) ~ |
    • δούλεψε ~

[fr Ven a maca 'id']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάκα2 [amáka] η,
  • ① profit for no work, appropriation (usurpation) of s.o. else's things, a thing or service received & not paid for, sponging (near-syn σελέμισμα, τράκα, L παρασιτισμός):
    • ο τάδε είναι (άνθρωπος) της αμάκας |
    • τρώει της αμάκας |
    • ζει με (or από) την ~ |
    • βρίσκω ~ |
    • κάνω ~ |
    • κυνηγάει την ~ |
    • μαθαίνω ~ |
    • πέφτω στην ~ |
    • η ~ συνηθίζει τον άνθρωπο στην τεμπελιά |
    • η ~ είναι κακή πληγή για τα θέατρα
  • ⓐ petty thievery or looting:
    • ~ το 'καμες κι αυτό; |
    • poem Aθήνα ξέρεις τι θα πει; στον καφενέ χουζούρι, | στη ντάλα του μεσημεριού λωποδυτών αμάκες (Souris)
  • ② fig region. (IonIsl, Cycl, Thess) one enjoying profits for no work, one living at the expense of others, sponger, parasite (syn in αμακαδόρος):
    • είναι μια ~

[fr the adv αμάκα2, q.v.; for meaning 2 cf απάτη = απατεώνας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακαδόρικος, -η, -ο [amaka∂órikos]
  • relating to sponging, parasitic (syn σελεμίστικος, τρακαδόρικος):
    • αμακαδόρικα φερσίματα |
    • αμακαδόρικες πονηρίες

[der of αμακαδόρος w. suff -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακαδόρισσα [amaka∂órisa] η,
  • female sponger, female parasite (syn αμακατζού, σελέμισσα):
    • ο άντρας είναι αμακαδόρος και η γυναίκα του ~

[der of αμακαδόρος w. suff -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμακαδόρος ο [amakaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακατζής.

[αμάκ(α) -αδόρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακαδόρος [amaka∂óros] ο,
  • sponger, parasite (syn αβανταδόρος, αμάκα2, αμάκας, αμακατζής, σελέμης, τζαμπατζής, τρακαδόρος):
    • είναι ~ πρώτης τάξεως

[der of αμάκα2 w. suff -δόρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάκας [amákas] ο,
  • sponger (syn in αμακαδόρος)

[der of αμάκα2 2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακατζήδικος, -η, -ο [amakadzí∂ikos]
  • done, acquired, or obtained in the way of a sponger (syn αμακαδόρικος):
    • αμακατζήδικο τσιγάρο, αμακατζήδικες πονηρίες

[der of αμακατζής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμακατζής ο [amakadzís] Ο8 θηλ. αμακατζού [amakadzú] Ο37 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακαδόρος.

[αμάκ(α) -ατζής· αμακατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες