Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάδητος -η -ο [amáδitos] Ε5 : (ιδ. για ζώο) που δεν τον έχουν μαδήσει. ANT μαδημένος: Aμάδητο κοτόπουλο.
[α- 1 μαδη- (μαδώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάδητος, -η, -ο [amá∂itos] (& less freq αμάδιστος)
- ① unplucked:
- αμάδητο πουλί, κοτόπουλο |
- κότα αμάδητη |
- το κεφάλι του είναι αμάδητο
- ⓐ not stripped of its leaves, not denuded of its leaves:
- αμάδητο δέντρο
- ⓑ not having lost its pile, unworn:
- poem και στη ράχη τους σφιχτόδεσαν τα ζωντανά μωρά | πάνω σ' αμάδητα χαλιά απ' την Προύσα από τα Σπάρτα κι από τ' Άντανα (Metsolis)
- ② fig not despoiled of one's property (by fraud, excessive charges etc), not fleeced:
- απ' αυτό το μαγαζί δε βγαίνεις ~ |
- από το γλέντι σας στο κέντρο πολυτελείας δεν θα φύγετε αμάδητοι |
- πώς σ' άφησε η παξιμάδα αμάδητο;
[fr LMG αμάδητος (form αμάδιστος in Ger. Vlachos, 1659), cpd w. μαδητός]
- ① unplucked: