Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμάγευτος -η -ο [amájeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαγέψει, δεν τον έχουν γοητεύσει. ANT μαγεμένος.
[ελνστ. ἀμάγευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμάγευτος, -η, -ο [amáyeftos]
- ① unbewitched or incapable of being bewitched (ant μαγεμένος):
- δεν τον πιάνουν τα μάγια, είναι ~
- ② not enchanted (syn αγοήτευτος):
- ο γαμπρός έμεινε ~ από τις χάρες της νέας
[fr PatrG αμάγευτος 'unbewitched' (3rd-4th c. AD), cpd w. μαγευτός]
- ① unbewitched or incapable of being bewitched (ant μαγεμένος):