Παράλληλη αναζήτηση
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλώνι το [alóni] Ο44 : 1α.επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών: Tο ~ με τις θημωνιές. Στάχυα απλωμένα στο ~. Tα μαρμαρένια* αλώνια. Είναι κτ. (σαν) ~, είναι πολύ μεγάλο. ~ είναι το δωμάτιο. ΦΡ χέστηκε η φοράδα* στ΄ ~. || (επέκτ.) για το χώρο στον οποίο ξηραίνουν τη σταφίδα: Σταφίδα απλωμένη στο ~. β. (λαϊκότρ.) το αλώνι με τη θημωνιά ή τα απλωμένα στάχυα καθώς και το αλώνισμα: Φυλάει το ~. Άρχισαν τα αλώνια. Έχουμε ~ σήμερα. ΦΡ τα έκανε ~, τα σκόρπισε. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) ονομασία διάφορων χώρων ή αντικειμένων συνήθ. κυκλικού σχήματος: Tο ~ του ελαιοτριβείου / πηγαδιού. Tο ~ του δοντιού, η μασητική επιφάνειά του. Tο ~ των αγίων, ο φωτοστέφανος. Tο ~ του ήλιου / φεγγαριού, η άλως.
αλωνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό αλώνι. 2. (λαϊκότρ.) ονομασία παιχνιδιού. [μσν. αλώνι(ν) < ελνστ. ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. ἅλως ἡ]
- αλώνι το,
- βλ. αλώνιν.
- αλώνι [alóni] το,
- ① threshing floor:
- ρίξαμε τα στάχυα στ' ~ |
- η κριθαροθημωνιά ήταν λαγουμισμένη ..., μα είχε τράτο ακόμα να ταΐσει τ' ~ μια βδομάδα (Prevelakis) |
- idiom phr τα 'καμε ~ turned it topsy-turvy |
- χέστηκ' η φοράδα στ' ~! it is a trivial matter, it is inconsequential |
- prov κάλλιο λόγια στο χωράφι παρά μάγγανα στ' ~ agreement at the start is preferable to quarrels at the end
- ⓐ open space like a threshing floor, square:
- της εκκλησιάς τ' ~ |
- τον κράζει να παλέψουνε στα μαρμαρένια αλώνια (Prevelakis) |
- poem και κίνησες να παίξεις τ' άρματα σε πιο μεγάλο ~ (Kazantz Od 14.1101)
- ⓑ space as large as that of a threshing floor:
- δεν ορίζει ούτε ένα ~ τόπο he owns no estate at all
- ② threshing (syn in αλώνισμα 1):
- αύριο έχω ~ |
- σήμερα θ' αρχίσουμε ~
- ⓒ αλώνι & pl τ' αλώνια region. (Epir, Sterea, Peloponn) period of threshing:
- να μου δώσεις λίγο γέννημα και θα το δώσω στ' αλώνια με είκοσι τα εκατό αποπάνω
- ③ special space (resembling a threshing floor)
- ⓓ drying bed for currants (syn σταφιδάλωνο):
- οι τράφοι των αλωνιών είχαν ξεχειλίσει από νερό της βροχής και το νερό αυτό έτρεχε θολό, ανακατωμένο με σταφίδα (Xenop)
- ⓔ space for sun-drying figs
- ⓕ space where bricks are sun-dried
- ⓖ region. stone platform of the oil-mill where olives were crushed (syn κατωλίθι)
- ④ region. (Peloponn, Thess etc) children's game variously played (according to region) in a circle or concentric circles marked on the ground
- ⑤ fig circle, halo
- ⓗ luminous circle around the moon or sun, halo, corona (syn φωτεινό στεφάνι) region. (Cycl, Peloponn):
- αλώνι έχει το φεγγάρι, θα 'χουμε αέρα |
- gnom του ήλιου ~ άνεμος, του φεγγαριού βροχούλα
- ⓘ nimbus, halo (of saints) (syn αγιοστέφανο)
- ⓙ anat halo, areola (L άλως):
- αλώνι της θηλής του μαστού
[fr MG αλώνι ← MG, ByzG αλώνιν ← LK (pap) ἁλώνιον, der of K ἃλων]
- ① threshing floor:
- αλωνιά [alonjá] η,
- amount of unthreshed grain covering a threshing floor for one threshing:
- μια ~ σιτάρι |
- θα κάμω δυο αλωνιές
- ⓐ amount of grain threshed (syn αλωνισμένο γέννημα στ' αλώνι)
[fr MG αλωνέα, which is also dial ModG (cf also syn It aiata) der of αλώνιν]
- amount of unthreshed grain covering a threshing floor for one threshing:
- αλωνιάτικο [alonjátiko] το, usu pl αλωνιάτικα τα,
- pay of the threshers in money or kind (syn αλωνιστικά):
- βγάνει αρκετά από τ' αλωνιάτικα κάθε χρόνο
[der of αλωνιάτης 'thresher' w. suff -ικο; cf syn αλωνιστικό, der of αλωνιστής, & syn αλωνιάρικο (region.) der of αλωνιάρης 'thresher']
- pay of the threshers in money or kind (syn αλωνιστικά):
- αλωνίδα [aloní∂a] η, bot
- ① camel thorn, the shrub Alhagi maurorum
- ② any of several herbs of the genus Ononis, restharrows, as O. antiguorum (syn αλωνίδα, γαλινιά) O. pubescens (syn βαλσαμόχορτο) O. spinosa (syn βοϊδάγκαθο) etc.
[fr ανωνίδα]
- αλωνίζω [alonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποχωρίζω με ειδικό εργαλείο ή μηχάνημα τον καρπό των σιτηρών από το άχυρο: ~ με ζώα / με ειδική αλωνιστική μηχανή στο αλώνι. ~ με ειδική θεριζοαλωνιστική μηχανή στο χωράφι. Bρέχει συνέχεια και δεν μπορούμε να αλωνίσουμε. 2. (μτφ.) α. διατρέχω με ταχύτητα μια έκταση σε διάφορες κατευθύνσεις: Παίχτης που αλωνίζει το γήπεδο. Aλώνισε τη χώρα βγάζοντας προεκλογικούς λόγους. β. ενεργώ αυθαίρετα ή βίαια χωρίς να με εμποδίζει κανείς: Aλώνιζαν οι δωσίλογοι στα χρόνια της Kατοχής. γ. (λαϊκότρ.) σκορπίζω: Aλωνίζει τα πράγματά του στο πάτωμα. || σπαταλώ: Aλωνίζει τα λεφτά του πατέρα του.
[ελνστ. ἁλωνίζω]
- αλωνίζω.
-
- Aλωνίζω:
- (Bακτ. αρχιερ. 137).
[μτγν. αλωνίζω. H λ. και σήμ.]
- Aλωνίζω:
- αλωνίζω [alonízo] aor αλώνισα, subj αλωνίσω, ppp αλωνισμένος
- Ⓐ trans
- ① thresh (grains on a threshing floor) (syn αλωνεύω):
- ~ το γέννημα |
- ~ βρόμη, κριθάρι, σιτάρι |
- idiom phr στο πέλαγο αλωνίζει works in vain
- ② run thoroughly through, go into every part of, pervade, dominate (also intr):
- αλώνισε την πόλη, τον κόσμο |
- τα καράβια αλωνίζουν τη θάλασσα, τα πέλαγα |
- οι πειρατές αλώνιζαν στη Mεσόγειο (Floros) |
- ο κατακτητής (ο Iμπραήμ) αλωνίζει σε μεγάλες περιοχές, τίποτε πια δεν μπορεί να του αντισταθεί (Fteris) |
- η εχθρική αεροπορία, ανενόχλητη από αντίπαλο στον αέρα, αλώνιζε ελεύθερα στη χώρα |
- άμα το Mεσολόγγι έπεσε, ο Iμπραήμ αλώνιζε μέσα σ' αίματα και φλόγες την Eλλάδα (Melas) |
- μήνες αλώνιζε την Aθήνα ζητώντας, ικετεύοντας δουλειά (Samarakis) |
- ο άλλος, Kαζανοβάκος της γειτονιάς αλώνιζε την περιοχή (Palaiologos) |
- πηγαινόρχονται κι αλωνίζουνε Mοριά και Pούμελη αποσταλμένοι της Kατερίνας της τσάρινας (Petsalis-D) |
- οι συρμοί τώρα δα αλωνίζουν την Eυρώπη και την πατρίδα μας (Tsatsos) |
- τρεις αιώνες εμπειρίας αλώνισαν την ανθρώπινη ψυχή (Panagiotop) |
- poem στων αστραπών σου τ' άλογα εφτά όμορφοι άι-γιώργηδες | αλώνισαν τον ουρανό κ' ύστερα χαμηλώσανε (Vrettakos)
- ⓐ athl run up & down:
- ~ το γήπεδο run up & down the field
- ⓑ beat hard (syn δέρνω or χτυπώ άγρια [s. άγρια 2]):
- αλώνισε το γιο μας με το βούρδουλα |
- τον αλώνισα στο ξύλο |
- κάτσε ήσυχα, γιατί θα σ' αλωνίσω
- ⓒ disperse, scatter, remove by force (syn διασκορπίζω, διαλύω, απομακρύνω βίαια):
- να 'ρθεις και ν' αλωνίσεις τους κατεργαραίους, τους νταήδες |
- όταν σκοτώνεται ο αγαπημένος του Πάτροκλος, ξεθυμώνει ο πεισματάρης (sc Aχιλλεύς), μπαίνει στον αγώνα, αλωνίζει τους Tρώες, τους κλείνει στα τείχη τους και σκοτώνει τον Έκτορα (Kanellop)
- ③ intr roam, wander about (syn γυρίζω, τριγυρίζω, περιφέρομαι ασκόπως):
- που αλώνιζες τόσες ώρες σήμερα;
- ④ act or behave imperiously, highhandedly (syn ενεργώ or φέρομαι αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα):
- τι τον αφήνετε κι αλωνίζει εδωμέσα; |
- εις την Eλλάδα ηύραν αλώνι ν' αλωνίσουν (Makryg) |
- το ξανθό κορίτσι μπορούσε ν' αλωνίζει κατά την απουσία του στο δωμάτιό του (Xenop) |
- τον πείθει να κάνει ένα ταξιδάκι, για να μπορέσει έτσι αυτός ν' αλωνίσει στο εξής χωρίς τον παραμικρό έλεγχο (Melas) |
- η Xοντροκατερίνα αλώνιζε αφέντρα και κυρά (Bastias) |
- όταν έχουν να κάνουν με ανεκτικό κοινό οι βάρβαροι πώς να μην αλωνίσουν; (Palaiologos) |
- poem δεν έχεις κόμπο σπλάχνος και ντροπή, μα βρήκες κι αλωνίζεις (Kazantz Od 20.794)
- ⓓ theat act in an exaggerated style, overact:
- αφήκε μόνους τους δυο πρωταγωνιστές ν' αλωνίζουν στη σκηνή (Athanasiadis-N) |
- στο χορευτικό σόου οι εφτά μπαλαρίνες αλωνίζουν με κινήσεις πολύ σέξυ (Samarakis)
- ⑤ region. (IonIsl, Cycl, Thr) spend lavishly, squander:
- βρήκε πλούτο κι αλωνίζει
[fr MG αλωνίζω ← K ἁλωνίζω, der of ἃλων 'threshing floor'; cf αλωνεύω]
- αλώνιν το· αλώνι.
-
- 1) Aλώνι:
- (Mαχ. 65827).
- 2) Αλώνισμα:
- να φτάσει εσάς το αλώνι το τρύγος (Πεντ. Λευιτ. XXVI 5).
- 3) Σοδειά σιταριού:
- (Πεντ. Δευτ. XV 14).
[μτγν. ουσ. αλώνιον. H λ. και ο τ. τον 11. αι. (LBG, λ. ‑ι(ον))· ο τ. και σήμ.]
- 1) Aλώνι: