Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλώβητος -η -ο [alóvitos] Ε5 : που δεν έπαθε καμία βλάβη: Περιβάλλον αλώβητο από τουριστικά έργα. || (επέκτ.): Aλώβητη υπόληψη / φήμη.
[λόγ. < ελνστ. ἀλώβητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλώβητος, -η, -ο [alóvitos]
- ① unchanged to the worse, undamaged, undiluted, intact (syn αβλαβής, ακέραιος, ανέπαφος, ant βλαμμένος, φθαρμένος, χαλασμένος):
- μνημείο αλώβητο από το χρόνο και τους ανθρώπους |
- μένει ~ από την τριβή του χρόνου |
- αλώβητο και άπαρτο κράτησε το κάστρο |
- η ιστορία είναι το μόνο αλώβητο οχυρό που αντιστέκεται στην παραποίηση (Kolyva) |
- δυο μέλη της οικογενείας μένουν αγνά κι αλώβητα (Melas) |
- αλώβητη λαϊκή παράδοση |
- στην εικόνα το αριστερό χέρι έχει παραμείνει αλώβητο από την επέμβαση του συντηρητή της εικόνας (Pallas) |
- μια θύμηση του παλιού καιρού διασώζεται αλώβητη ίσαμε σήμερα (Panagiotop) |
- ο γάμος θα μπορούσε να μείνει ~ σε μια ησυχασμένη κοινωνία (id.) |
- τα βρίσκουμε όλα αλώβητα στο πηγάδι (Papatsonis) |
- το μόνο που έμεινε αλώβητο ήταν η περήφανη εθνική ψυχή (id.) |
- η θέλησή μας να μείνει η Eλλάδα εθνικά αλώβητη (Tsatsos) |
- οι ακατάλυτες αξίες διατηρούνται αλώβητες μέσα στα ρέοντα στοιχεία (id.) |
- οι ακαδημαϊκές ελευθερίες πρέπει να μένουν αλώβητες
- ② ling unchanged (syn αμετάβλητος, ant αλλαγμένος):
- ο ~ τύπος της λέξης έχει διασωθεί σε μια συντηρητική διάλεκτο |
- ως λήμμα προτιμάται ο αλωβητότερος τύπος the least changed form (Kriaras)
- ③ unhumiliated, unhumbled (syn [ηθικά] αμείωτος, αταπείνωτος, ant μειωμένος, ταπεινωμένος):
- από την περιπέτεια αυτή βγήκε ~
[fr K, PatrG ἀλώβητος]
- ① unchanged to the worse, undamaged, undiluted, intact (syn αβλαβής, ακέραιος, ανέπαφος, ant βλαμμένος, φθαρμένος, χαλασμένος):