Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλύτρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλύτρωτος -η -ο [alítrotos] Ε5 : που δεν έχει λυτρωθεί, δεν έχει απαλλαχτεί από κτ. δυσάρεστο. ANT λυτρωμένος: Aλύτρωτη ψυχή. α. (ιδ. για ομοεθνείς) που δεν έχουν απελευθερωθεί και ιδίως ενταχθεί στο ανεξάρτητο κράτος: Ο ~ ελληνισμός της Bορείου Hπείρου. Οι αλύτρωτοι αδελφοί μας / λαοί και ως ουσ. οι αλύτρωτοι. β. (ειρ. για σύζυγο) που δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀλύτρωτος `που δεν έχει λυτρωθεί από την αμαρτία΄ σημδ. ιταλ. irredento]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλύτρωτος, -η, -ο [alítrotos]
  • ① not recovered, unredeemed:
    • ~ από την αρρώστια |
    • ο άνθρωπος μένει ~ από το χρόνο (Theodorakop) |
    • poem να μη γευτεί μήτε νεκρός τ' αρμένισμα στους πόντους, | για ν' απομείνει ο ταπεινός κι ~ ξωμάχος (Lygizos)
  • ② not as yet liberated from foreign rule, still enslaved, irredentist (adj) (syn ανελευθέρωτος, υπόδουλος, ant ελευθερωμένος, near-ant ελεύθερος):
    • οι αλύτρωτοι Έλληνες, e.g. τον λάτρευαν κρυφά γενεές αλυτρώτων Eλλήνων (Theotokas) |
    • οι αλύτρωτοι αδελφοί μας our brothers still under foreign rule |
    • αλύτρωτες φυλές, αλύτρωτες χώρες, αλύτρωτες περιοχές, αλύτρωτα εδάφη |
    • η αλύτρωτη πατρίδα του |
    • όλη η Eλλάδα, ελεύθερη και αλύτρωτη |
    • ο ~ ελληνισμός the still non-liberated Greek element (population), e.g. τα νιάτα του αλύτρωτου και ελεύθερου ελληνισμού |
    • αχ ήμουν ένας σκλάβος ~! (Panagiotop)

[fr LK, PatrG ἀλύτρωτος 'not redeemed', cpd w. λυτρωτός (LXX) 'redeemable']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες