Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλύπητος, επίθ.· ανελύπητος.
-
- 1) Που δε λυπάται, άσπλαχνος, σκληρός, άγριος:
- θάνατε αλύπητε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 52615)·
- αλύπητες πληγές (Λίμπον. 377).
- 2) Που δεν τον λυπάται κανείς· άθλιος, ελεεινός:
- οπού ’ν’ όλοι αλύπητοι, μαύροι, αραχνιασμένοι (Θρ. Kύπρ. M 469).
[αρχ. επίθ. αλύπητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε λυπάται, άσπλαχνος, σκληρός, άγριος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλύπητος -η -ο [alípitos] Ε5 : (σπάν.) που δεν αισθάνεται οίκτο.
αλύπητα ΕΠIΡΡ 1. χωρίς οίκτο: Έβλεπα να τον δέρνει ~. 2α. συνεχώς: Kόβει ~ τα εχθρικά κεφάλια. β. χωρίς σκέψη: Ξοδεύει ~. [αρχ. ἀλύπητος `που δεν έχει λύπες΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλύπητος, -η, -ο [alípitos]
- ① not having experienced grief (syn άλυπος 1, απίκραντος):
- έζησε τη ζωή του ~ |
- ζωή αλύπητη |
- poem ω πλάσμ' αλύπητο, λαχταρισμένο, | έλα! σ' αγάπησα και σε προσμένω (Palam)
- ② pitiless unmerciful, unsparing, ruthless (syn ανηλεής, άπονος, άσπλαχνος, σκληρός, ant πονετικός, πονόψυχος, σπλαχνικός):
- η αλύπητη μοίρα |
- σκοτάδι άπονο, αλύπητο |
- ~ άνθρωπος, ~ πατέρας, ~ γονιός |
- ο ~ ο χάρος |
- σφαγή αλύπητη |
- αλύπητο μαχαίρι, αλύπητο σφυροκόπημα |
- έπεσε λεπίδι αλύπητο |
- τραχιά αλύπητη γη |
- αλύπητη πείνα |
- οι αλύπητες πορείες τούς είχανε κάμει θηρία |
- αλύπητες καταπιέσεις |
- αλύπητη κατακραυγή |
- αλύπητη λογική |
- ~ εχθρός |
- ~ είναι ο σοσιαλιστής κριτικός· γκαπ και γκοπ το τσεκούρι του (Palam) |
- δεν υπάρχει μεγάλος άνθρωπος που να μην ηύρε μια φορά τον εισαγγελέα του, αλύπητο κι όχι τυχαίον άνθρωπο (id.) |
- δοκιμάζει την αλύπητη σάτιρα του συγγραφέα (Melas) |
- ένα χέρι αλύπητο έσφιγγε την αδύναμη καρδιά του (Katiforis) |
- ούρλιαζαν κάτω από το αλύπητο μαστίγιο των εποπτών (Roufos) |
- poem η ελιά ξεριζωμένη στη φωτιά | την πόλη ζώνει ~ ο Σύλλας (Palam) |
- ένας ρυθμός τυμπάνου ~ ατέλειωτος (Seferis) |
- της λύρας μου οι σκοποί θα σαγηνέψουνε | του Xρόνου την αλύπητη καρδιά (Skipis)
- ⓐ unsparing, abundant (syn άφθονος):
- έφαγε ξύλο αλύπητο |
- έχει περιουσία αλύπητη |
- χιόνι αλύπητο |
- τι μονότονη που είναι μπροστά του η αλύπητη πρασινάδα του καλοκαιριού (Psichari) |
- το μαχαίρι έμεινε στο χέρι του, σφιγμένο μ' ένα αλύπητο πάθος (Chatzianagnostou) |
- poem μια στην άλλη ξεπρόβαλαν οι αλύπητες μπόρες | μανιασμένες αράπισσες (Skipis) |
- για να ριζώσει αυτή, | χύθηκε αλύπητη θυσία το αίμα (Papatsonis)
[fr MG αλύπητος ← ByzG ← K, AG ἀλύπητος]
- ① not having experienced grief (syn άλυπος 1, απίκραντος):