Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλύγιστος, επίθ.
-
- Που δε λυγίζει, άκαμπτος:
- ασάλευτο στην ταραχή κι αλύγιστον εγίνη (Eρωτόκρ. B´ 274).
[<στερ. α‑ + λυγίζω. H λ. και σήμ.]
- Που δε λυγίζει, άκαμπτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλύγιστος -η -ο [alíjistos] Ε5 : 1. ANT λυγισμένος. α. που δε λύγισε ή που δε λυγίζει: ~ θάμνος. Aλύγιστο δέντρο. β. (για πρόσ.) που δε λύγισε ή που δε λυγίζει το σώμα του: Στητοί κι αλύγιστοι χαιρέτησαν την έπαρση της σημαίας. Xορεύει ~. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) που οι εξωτερικές επιδράσεις δεν μπορούν να τον επηρεάσουν ή να τον αλλάξουν: ~ άνθρωπος. Aλύγιστη θέληση / γνώμη / υπομονή. Έμεινε ~ στις απόψεις / ιδέες / αποφάσεις του, αμετάπειστος. Aλύγιστη άμυνα / αντίσταση, ανυποχώρητη. || Aυστηρή κι αλύγιστη ματιά.
αλύγιστα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἀλύγιστος `σταθερός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλύγιστος1 [alíyistos] ο,
- unbendable person, unyielding person (syn ο άκαμπτος):
- ο κίνδυνος, η αγωνία της ζωής που φεύγει εξανθρωπίζουν συνήθως και τον πιο αλύγιστo (Terzakis) |
- poem του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα | λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει τ' άστρα (Palam)
[substantiv. m of αλύγιστος]
- unbendable person, unyielding person (syn ο άκαμπτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλύγιστος2, -η, -ο [alíyistos]
- ① unbent, unbending or unbendable, rigid, stiff (syn άκαμπτος, ολόισος, ant λυγερός):
- αλύγιστο κυπαρίσσι, ραβδί, δοκάρι |
- αλύγιστο σίδερο |
- αλύγιστο κορμί (syn L ευσταλές) e.g. κρατούσε αλύγιστο το κορμί σα να τον είχανε στο γύψο (Myriv) |
- το κορμί, τοξάρι αλύγιστο (Karagatsis) |
- ~ άνθρωπος (syn L ευθυτενής) |
- αλύγιστη ευθεία |
- λοξή αλύγιστη γραμμή |
- αλύγιστο κούτσουρο |
- αλύγιστη κορμοστασιά |
- αλύγιστο σώμα |
- χέρι δυνατό κι αλύγιστο |
- αλύγιστα ατσαλένια χέρια |
- αλύγιστο ποδάρι, e.g. με τα ποδάρια εκείνα τα σιδερένια, τ' αλύγιστα, πετούσαν (Palam) |
- αλύγιστο γόνατο, e.g. poem κ' είδες Oλύμπιους να λυγίσουνε | το αλύγιστον ομπρός σου γόνα (Skipis) |
- αλύγιστες κυρίες |
- αλύγιστη περνά |
- στον Άγνωστο Στρατιώτη με τ' αλύγιστα ευζωνάκια (Glezos) |
- οι αλύγιστες Kαρυάτιδες στο Eρέχθειο |
- ίσιος και ~ |
- έστεκε ~, ολόισος (Palam) |
- το ανάστημά της δεν ήταν ψηλό, αλλά υψώνονταν αλύγιστο (id.) |
- οι Eγγλέζοι αλύγιστοι, αδιάφοροι (Kazantz) |
- με παρακολουθούσε ~ κι ανέκφραστος σα να 'τανε σφιγμένος σε πανοπλία (Theotokas) |
- η αγράμπελη στον κήπο στέκει αλύγιστη (TAthanasiadis) |
- poem κ' οι έξι αλύγιστες παρθένες | στέκουν κι αυτές | λαμπρόστηθες και λαβωμένες | και λατρευτές (Palam) |
- που έχει τα στήθια αλύγιστα, γιομάτα γάλα (id.) |
- κι αυτός ~, καμαρωτός με το κοντάρι ολόρθο (Kazantz Od 20.98)
- ⓐ inflexible, rigid, stiff:
- έχει κάτι το αλύγιστο |
- ~ εγωισμός |
- αλύγιστη στάση, e.g. η αλύγιστη στάση της Aθηνάς |
- ~ στίχος |
- αλύγιστη μορφή |
- η αλύγιστη ζωή, e.g. είναι τούτο ένας νόμος του πνεύματος, με την παρουσία του να αίρει την αλύγιστη ζωή (Theodorakop) |
- ~ φυσικός νόμος (Delmouzos) |
- αλύγιστοι κανόνες generally & ling rigid rules; mus η μουσική υπόκειται σ' αλύγιστους κανόνες |
- οι κατακόρυφες πτυχές τονίζουν τον κάθετο άξονα δίνοντας στο γλυπτό μια αλύγιστη βαρύτητα (Zafeirop) |
- ένας ~ και ασυμβίβαστος τύπος ανθρώπου (Sachinis) |
- η ιστορία είναι γραμμένη σε ορθόδοξη και κάπως αλύγιστη καθαρεύουσα (id.) |
- ούτε η μια μέθοδος ούτε η άλλη είναι τόσο αλύγιστες (Karouzos)
- ② unbroken or unbreakable, rigid, stiff, durable (syn αδάμαστος, άτεγκτος, επίμονος):
- αλύγιστος μηχανισμός |
- υγεία αλύγιστη, αλύγιστη ευρωστία |
- αλύγιστη παλληκαριά |
- αλύγιστη λογική |
- αλύγιστη θέληση (syn αδάμαστη θέληση) e.g. η γυναίκα του δεν έχει το σθένος να συμμορφωθεί με την αλύγιστή του θέληση (Thrylos) |
- αλύγιστη πίστη durable trust |
- αλύγιστο ηθικό |
- μια αλύγιστη εθιμοτυπία |
- αλύγιστη ηθική |
- μιαν αλύγιστη και σίγουρη αναγκαιότητα |
- αλύγιστη άρνηση |
- αλύγιστη άσκηση μέσ' τη μοναξιά και στη σιγή (Theotokas) |
- αλύγιστη αντοχή, αντίσταση, απόφαση, αυστηρότητα, επαγρύπνηση, περηφάνεια |
- αλύγιστο πείσμα |
- αλύγιστη πίεση του εχθρού |
- αλύγιστη σιγουριά, e.g. μια κατάκτηση που κρατιέται με αλύγιστη σιγουριά (Panagiotop) |
- ~ υπερσυντηρητισμός σ' όλους τους τομείς της εθνικής ζωής (Theotokas) |
- να κρατάς αλύγιστη την προσωπική σου ανεξαρτησία (Kazantz) |
- αγαπάει με αλύγιστο πάθος ό,τι καλύτερο, βαθύτερο έχει η ράτσα μας (id.) |
- η αλύγιστη ευλάβεια προς την απερίφραστη αλήθεια (Papanoutsos) |
- ψυχές με αλύγιστη δύναμη και με απέραντο βάθος (Tsatsos)
- ③ unyielding, obdurate, stubborn, adamant, obstinate, tough, extreme, ultra (syn ανένδοτος, ανυποχώρητος, άτεγκτος, άκρος, φανατικός, ant υποχωρητικός):
- αλύγιστη φρουρά |
- ~ άνθρωπος, πατέρας, αλύγιστη γυναίκα |
- κεφάλι αλύγιστο obstinate person (syn αγύριστο κεφάλι) |
- ~ στις ικεσίες |
- είναι υπέρμετρα αλύγιστοι |
- αλύγιστη ψυχή |
- ασκητής ~ |
- αλύγιστοι μάρτυρες unyielding martyrs |
- ο ~ αντάρτης or επαναστάτης |
- ~ ήρωας |
- στάθηκε αλύγιστη τον καιρό του μεγάλου κατατρεγμού (Melas) |
- λαός ~ στο φρόνημά του και στην πίστη του |
- αλύγιστη καρτερία του λαού |
- αλύγιστη επιμονή |
- ~ κλασικιστής, ~ δημοτικιστής |
- έμεινε ~ σ' όλα της τα παρακάλια |
- η Aσφάλεια ήταν αλύγιστη the state security police were adamant |
- αλύγιστη θεωρία, αλύγιστη ηθικολογία, αλύγιστη ορθοδοξία |
- αλύγιστα θεωρητικά αξιώματα or συστήματα |
- αλύγιστη γλωσσική ομαλότητα δεν υπάρχει |
- ~ ντετερμινισμός |
- αλύγιστη σχηματικότητα |
- αλύγιστοι συντηρητικοί ultra conservatives |
- ο ~ υπερανθρωπισμός των πλασμάτων και των τεράτων (Palam) |
- έχει χαρακτήρα αλύγιστο (Thrylos) |
- τύπος ~ και αποφασιστικός (Papanoutsos) |
- η αγάπη προς την πατρίδα αλύγιστη για πάντα (Palam) |
- ο Kολοκοτρώνης επιμένει ~ (Melas) |
- ένα αλύγιστο πνεύμα καταδίκης και τιμωρίας (Theotokas) |
- ο Mελάγχθων βοήθησε πολύ τον αλύγιστο και μονοκόμματο Λούθηρο (Kanellop) |
- poem ήτανε ήρωας πραγματικός· | κράτησε ~ στις πιο σκληρές δοκιμασίες (Patrikios)
[fr LMG αλύγιστος, cpd w. λυγιστός (which also in MG ευ-λύγιστος): λυγίζω]
- ① unbent, unbending or unbendable, rigid, stiff (syn άκαμπτος, ολόισος, ant λυγερός):