Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλόφυτο το [alófito] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (οικολ.) χαρακτηρισμός φυτών που ευδοκιμούν σε αλμυρά εδάφη.
[λόγ. < γαλλ. halophyte < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -phyte = -φυτον (δες -φυτα)]