Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλόη η [alói] Ο30 : 1.ονομασία φυτών με πικρή γεύση και αρωματική οσμή: Γλάστρα / κήπος με αλόες. 2. φαρμακευτικό ή αρωματικό υγρό που παράγεται από την αλόη.
[ελνστ. ἀλόη, *ἀλοή (πρβ. ελνστ. ἀλοέ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλόη η· αλόγη.
-
- Φυτό ποώδες με φύλλα σαρκώδη, και ο πικρός οπός που εξάγεται από αυτό και έχει τονωτικές και καθαρτικές ιδιότητες:
- (Σταφ., Iατροσ. 232)·
- έκφρ. αλόη ηπατική, βλ. ηπατικός.
[μτγν. ουσ. αλόη. H λ. και σήμ.]
- Φυτό ποώδες με φύλλα σαρκώδη, και ο πικρός οπός που εξάγεται από αυτό και έχει τονωτικές και καθαρτικές ιδιότητες:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλόη [alói] η, (& αλοή)
- ① bot aloe, Aloe vera or Aloe vulgaris:
- poem και φέρνει αλόες ανθισμένες πρωτογνώριστες (Palam) |
- θρικούν οι αλόες κ' η βιολέτα θροΐζει (Melachrinos)
- ② the bitter juice of the aloe & pharm preparation from the juice of various Liliaceae of India & Africa:
- πικρό σαν ~ |
- τον πότισε (με) ~ |
- αυτό δεν πίνεται, είναι ~ |
- φαρμάκι κι ~! (curse to s.o. drinking) |
- φαρμάκι απογοήτευσης -πίκρα αλόης και υσσώπου- στάλαξε στα φυλλοκάρδια μου (Karagatsis) |
- poem (τα δυο μάτια) μέλι κι ~ κερνούσαν, | σκότωναν κι ανάστεναν αντάμα (Athanas) |
- μα όπου η ~ και όπου η χολή, τώρα ύμνος, αίνος! (Papatsonis)
- ⓐ fragrant preparation:
- η πλάκα αυτή δεν είναι πέτρα αλλά ένα στέρνο αλειμμένο με ~ και σμύρνα (Athanasiadis-N) |
- poem σμύρνα κι ~ | κι όλα τα πρώτα μύρα (Seferis)
- ⓑ fig bitterness:
- poem κι αν ο Θεός ... | δε μας γλυτώσει απ' τη ζωή, | της συμφοράς την αλοή (Palam)
[fr MG αλόη ← K ἀλόη; form αλοή accented on ultima anal. after near-syn χολή (cf above η αλόη και η χολή)]
- ① bot aloe, Aloe vera or Aloe vulgaris: