Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλόγιστος -η -ο [alójistos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης: ~ άνθρωπος. Aλόγιστη συμπεριφορά / σπατάλη / δαπάνη. Aλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος. Tην αγαπούσε με αλόγιστο πάθος.
αλόγιστα ΕΠIΡΡ: Ξόδεψε ~ όλα του τα λεφτά. [λόγ. < αρχ. ἀλόγιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλόγιστος, -η, -ο [alóyistos] (L)
- ① pass being or done without thinking, irrational (syn αλόγιαστος 1):
- αλόγιστη παραγωγή |
- αλόγιστη εξαγωγή σιτηρών |
- αλόγιστη αποθησαύριση κάθε δημιουργήματος |
- η αλόγιστη παράταση του πολέμου |
- αλόγιστη ανδρεία |
- μια τέτοια αλόγιστη τόλμη θα του στοιχίσει τη ζωή |
- διαγωγή επαίσχυντη μαζί και αλόγιστη |
- αλόγιστη επιείκεια |
- αλόγιστη δίψα για δράση |
- αλόγιστη αισιοδοξία |
- ~ έπαινος |
- αλόγιστη φιλοδοξία |
- αλόγιστη έπαρση |
- η αλόγιστη περηφάνεια που συγκράτησε στη ζωή τον ελληνισμό (Christidis) |
- αλόγιστες επιδείξεις |
- το αλόγιστο αίσθημα |
- το αλόγιστο πάθος, e.g. τ' αλόγιστα πάθη του ήρωα |
- αλόγιστο μίσος |
- αλόγιστη ορμή |
- ~ φόβος |
- αλόγιστες δυνάμεις |
- αλόγιστες ψυχικές τάσεις |
- αλόγιστη σπατάλη |
- καταστρεπτικές συνέπειες έχει συχνά η αλόγιστη, απότομη κ' υπερβολική έκθεση του γυμνού σώματος στις καυστικές ακτίνες του ηλίου (GLadas) |
- το κατώτερο, το αλόγιστο μέρος της ψυχής (Papanoutsos) |
- η μεγάλη αλόγιστη περιπέτεια πρέπει διαρκώς ν' ανανεώνεται (Kazantz) |
- κακία αλόγιστη με κυρίεψε (Karagatsis) |
- η αλόγιστη προσήλωση στις απολιθωμένες παραδόσεις της ελληνικής παιδείας (Christidis AK) |
- poem το πριν βραδύ και αλόγιστο βήμα (Papatsonis)
- ② unthinking, inconsiderate (syn αλόγιαστος 1b):
- prov ~ πραγματευτής, καθάριος διακονιάρης |
- δεν υπήρξεν ~ νεωτεριστής (Panagiotop) |
- η τύχη τα 'φερε να 'ρθει πλάι του ένα αλόγιστο, καλομαθημένο παιδί (LAkritas)
[fr AG ἀλόγιστος 'thoughtless; irrational', cpd w. *λογιστός (cf der λογιστ-ικός): λογίζομαι 'count, reckon, calculate']
- ① pass being or done without thinking, irrational (syn αλόγιαστος 1):