Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλόγα
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλόγα η [alóγa] Ο25α : (μειωτ.) μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα· φοράδα2: Είναι μια / σαν ~.

[άλογ(ο) -α κατά το φοράδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλόγα [alóγa] η,
  • ① female horse, mare (syn αλογίνα, φοράδα):
    • poem ε, ούτε η γάτα ούτε η νταβραντισμένη ~ | δεν τρέχουνε σ' αυτή με τόση αβάσταχτη λαχτάρα (Rotas)
  • ⓐ corpulent horse
  • ② fig derisively tall, corpulent & ungraceful woman:
    • θέλουν σώνει και καλά να παντρευτώ αυτήν την ~

[der of άλογο anal. of nouns denoting female animals αίγα, γάτα, γαϊδούρα, μούλα, σκύλα; cf προβάτα fr πρόβατο, γίδα fr γίδι etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλογα1 [áloγa] adv
  • irrationally, unreasonably, illogically (syn αλόγως L, παράλογα):
    • λειτουργούσε ωστόσο ~ κι ανεξήγητα κάποια διαίσθηση του πλήθους (Theotokas)

[fr K ἄλογα (Lucian), der of ἄλογος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλογα2 [áloγa] τα,
  • animate beings without man's speech and mind, animals:
    • ο άνθρωπος έδωσε σκοπό στ' άψυχα και στ' ~ κ' έπλασε μιαν αρμονία (Prevelakis) |
    • στη μέση στέκονται οι μέτριοι ..., της τέχνης οι πληγές, του Λόγου τ' ~ (Palam) |
    • poem η πλάση γύρω ολάκερη, σοφότερη από μένα, | και τ' ~ και τ' άλαλα λόγο ηύραν και φωνή (id.)

[substantiv. n pl of άλογος; cf AG ἄλογα 'brutes, animals' (Plato) ἄλογα ζῶα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογάκι [aloγáci] το, (no gen sg & pl)
  • ① young horse, colt (syn πουλάρι) or small horse, pony (syn αλογατάκι 1):
    • μια φοράδα με τ' ~ της |
    • το ψαρί ~ |
    • idiom phr χορεύω τ' ~ μου enjoy o.s., have fun |
    • τ' αλογάκια της Σκύρου, τα βραχύσωμα "ιππάρια" τ' αρχαϊκά, τα σκαλισμένα στο μάρμαρο (Panagiotop) |
    • ο όνος που οδηγεί την Παρθένο Mαρία στη Bηθλεέμ μοιάζει μ' ένα ανάερο περήφανο ~ (Kanellop) |
    • poem ένα χιονάτο ~ παρέκει | σε καρτερεί, θα σε φέρ' η βαρκούλα (Palam) |
    • στο γλήγορο ~ μου κ' εγώ ~ | δυνόμουν ναν τον φτάνω (Malakasis) |
    • θα 'θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ' αλογάκια) (Kavafis)
  • ⓐ children's games and toys:
    • ξύλινο ~ hobby horse, rocking horse |
    • ψεύτικο ~ |
    • παραπήγματα του λουναπάρκ με θαυμαστά θεάματα ... με αλογάκια (Loukatos) |
    • poem εδώ μάδησε κάποτε τ' ~ του ο γιος μου | να το αλλάξει σε λύκο (Vrettakos)
  • ⓑ slang horse races:
    • ταΐζει τ' αλογάκια he squanders money on horse races
  • ② ichth ~& region. ~ της θάλασσας seahorse, Hippocampus guttulatus = Hippocampus brevirostris (syn αλογατάκι)
  • ③ bot the clematis Clematis flammula (syn in αγράμπελη 2)
  • ④ entom ~ της Παναγίας, any of several predaceous insects of the family Mantidae, mantis, esp praying mantis, Mantis religiosa (syn αλογατάκι της Παναγίας, του Θεού or της Παναγίας τ' άλογο [s. άλογο2 3]:
    • ήταν και ο μπόμπιρας εκεί | και το ~ που λεν της Παναγίας (Elytis)

[fr MG αλογάκιν, der of MG άλογον 'horse' ← K ἄλογον 'horse']

[Λεξικό Κριαρά]
αλογάκιν το.
  • Mικρό άλογο:
    • (Διήγ. παιδ. 782).

[<ουσ. άλογον + κατάλ. άκιν. H λ. (ι) στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αλογάμαξα η.
  • Aμάξι που το σέρνουν άλογα:
    • (Διγ. Άνδρ. 3187).

[<ουσ. άλογον + άμαξα]

[Λεξικό Κριαρά]
αλογάμαξο το.
  • Aμάξι που το σέρνουν άλογα:
    • η κόρη σ’ αλογάμαξο ευρίσκουντον βαλμένη (Διγ. O 487).

[<ουσ. άλογον + αμάξι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογάρης ο [aloγáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.

[άλογ(ο) -άρης]

[Λεξικό Κριαρά]
αλογάρης ο.
  • Iπποκόμος:
    • του βασιλιού αλογάροι (Eρωτόκρ. B´ 376).

[<ουσ. άλογον + κατάλ. άρης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες