Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωπεκία η [alopekía] Ο25 : η αλωπεκίαση.
[λόγ. < ελνστ. ἀλωπεκία, αρχ. ἀλωπεκίαι (πληθ.) `άτριχα μέρη στο κεφάλι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωπεκία [alopecía] η, (L) med
- partial or total loss of hair, alopecia (syn αλωπεκίαση):
- γυροειδής ~
[fr K, AG ἀλωπεκία]
- partial or total loss of hair, alopecia (syn αλωπεκίαση):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωπεκίαση η [alopekíasi] Ο33 : (ιατρ.) μερική ή ολική εξαφάνιση του τριχώματος από το κεφάλι ή το σώμα, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια: Aίτια / μορφές της αλωπεκίασης. Διάχυτη / περιγραμμένη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀλωπεκία(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωπεκίαση [alopecíasi] η, (L) med = αλωπεκία
[fr K ἀλωπεκίασις (Galen)]