Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωνιστικός -ή -ό [alonistikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το αλώνισμα: Aλωνιστικές μηχανές. Aλωνιστική περίοδος. Aλωνιστικό συγκρότημα. Aλωνιστικά εργαλεία. β. (προφ., ως ουσ.) τα αλωνιστικά, τα χρήματα που ο ιδιοκτήτης του χωραφιού πληρώνει για το αλώνισμα.
[α: λόγ.: αλωνισ- (αλωνίζω) -τικός μτφρδ. threshing machine ή γερμ. Dreschmaschine· β: αλωνιστ(ής) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνιστικός, -ή, -ό [alonistikós]
- of or relating to threshing:
- αλωνιστικό άλογο |
- αλωνιστική μηχανή threshing machine, thresher |
- μια αλωνιστική μηχανή τινάζει με δύναμη ένα άσπρο σύννεφο πάνω στους θεριστάδες που τη γυροφέρνουν σαν κατσαρίδες (AKotzias) |
- -τι κάνει έτσι; -ξέρω κ' εγώ, μωρέ μπάρμπα; τι διάολο, αλωνιστική μηχανή περνάει; (Ioannou, Karangiozis)
[der of αλωνιστής w. suff -ικός]
- of or relating to threshing: