Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλωνιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλωνιά [alonjá] η,
  • amount of unthreshed grain covering a threshing floor for one threshing:
    • μια ~ σιτάρι |
    • θα κάμω δυο αλωνιές
  • ⓐ amount of grain threshed (syn αλωνισμένο γέννημα στ' αλώνι)

[fr MG αλωνέα, which is also dial ModG (cf also syn It aiata) der of αλώνιν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλωνιάτικο [alonjátiko] το, usu pl αλωνιάτικα τα,
  • pay of the threshers in money or kind (syn αλωνιστικά):
    • βγάνει αρκετά από τ' αλωνιάτικα κάθε χρόνο

[der of αλωνιάτης 'thresher' w. suff -ικο; cf syn αλωνιστικό, der of αλωνιστής, & syn αλωνιάρικο (region.) der of αλωνιάρης 'thresher']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες