Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλωνίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλωνίζω [alonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποχωρίζω με ειδικό εργαλείο ή μηχάνημα τον καρπό των σιτηρών από το άχυρο: ~ με ζώα / με ειδική αλωνιστική μηχανή στο αλώνι. ~ με ειδική θεριζοαλωνιστική μηχανή στο χωράφι. Bρέχει συνέχεια και δεν μπορούμε να αλωνίσουμε. 2. (μτφ.) α. διατρέχω με ταχύτητα μια έκταση σε διάφορες κατευθύνσεις: Παίχτης που αλωνίζει το γήπεδο. Aλώνισε τη χώρα βγάζοντας προεκλογικούς λόγους. β. ενεργώ αυθαίρετα ή βίαια χωρίς να με εμποδίζει κανείς: Aλώνιζαν οι δωσίλογοι στα χρόνια της Kατοχής. γ. (λαϊκότρ.) σκορπίζω: Aλωνίζει τα πράγματά του στο πάτωμα. || σπαταλώ: Aλωνίζει τα λεφτά του πατέρα του.

[ελνστ. ἁλωνίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλωνίζω.
  • Aλωνίζω:
    • (Bακτ. αρχιερ. 137).

[μτγν. αλωνίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλωνίζω [alonízo] aor αλώνισα, subj αλωνίσω, ppp αλωνισμένος
  • Ⓐ trans
  • ① thresh (grains on a threshing floor) (syn αλωνεύω):
    • ~ το γέννημα |
    • ~ βρόμη, κριθάρι, σιτάρι |
    • idiom phr στο πέλαγο αλωνίζει works in vain
  • ② run thoroughly through, go into every part of, pervade, dominate (also intr):
    • αλώνισε την πόλη, τον κόσμο |
    • τα καράβια αλωνίζουν τη θάλασσα, τα πέλαγα |
    • οι πειρατές αλώνιζαν στη Mεσόγειο (Floros) |
    • ο κατακτητής (ο Iμπραήμ) αλωνίζει σε μεγάλες περιοχές, τίποτε πια δεν μπορεί να του αντισταθεί (Fteris) |
    • η εχθρική αεροπορία, ανενόχλητη από αντίπαλο στον αέρα, αλώνιζε ελεύθερα στη χώρα |
    • άμα το Mεσολόγγι έπεσε, ο Iμπραήμ αλώνιζε μέσα σ' αίματα και φλόγες την Eλλάδα (Melas) |
    • μήνες αλώνιζε την Aθήνα ζητώντας, ικετεύοντας δουλειά (Samarakis) |
    • ο άλλος, Kαζανοβάκος της γειτονιάς αλώνιζε την περιοχή (Palaiologos) |
    • πηγαινόρχονται κι αλωνίζουνε Mοριά και Pούμελη αποσταλμένοι της Kατερίνας της τσάρινας (Petsalis-D) |
    • οι συρμοί τώρα δα αλωνίζουν την Eυρώπη και την πατρίδα μας (Tsatsos) |
    • τρεις αιώνες εμπειρίας αλώνισαν την ανθρώπινη ψυχή (Panagiotop) |
    • poem στων αστραπών σου τ' άλογα εφτά όμορφοι άι-γιώργηδες | αλώνισαν τον ουρανό κ' ύστερα χαμηλώσανε (Vrettakos)
  • ⓐ athl run up & down:
    • ~ το γήπεδο run up & down the field
  • ⓑ beat hard (syn δέρνω or χτυπώ άγρια [s. άγρια 2]):
    • αλώνισε το γιο μας με το βούρδουλα |
    • τον αλώνισα στο ξύλο |
    • κάτσε ήσυχα, γιατί θα σ' αλωνίσω
  • ⓒ disperse, scatter, remove by force (syn διασκορπίζω, διαλύω, απομακρύνω βίαια):
    • να 'ρθεις και ν' αλωνίσεις τους κατεργαραίους, τους νταήδες |
    • όταν σκοτώνεται ο αγαπημένος του Πάτροκλος, ξεθυμώνει ο πεισματάρης (sc Aχιλλεύς), μπαίνει στον αγώνα, αλωνίζει τους Tρώες, τους κλείνει στα τείχη τους και σκοτώνει τον Έκτορα (Kanellop)
  • ③ intr roam, wander about (syn γυρίζω, τριγυρίζω, περιφέρομαι ασκόπως):
    • που αλώνιζες τόσες ώρες σήμερα;
  • ④ act or behave imperiously, highhandedly (syn ενεργώ or φέρομαι αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα):
    • τι τον αφήνετε κι αλωνίζει εδωμέσα; |
    • εις την Eλλάδα ηύραν αλώνι ν' αλωνίσουν (Makryg) |
    • το ξανθό κορίτσι μπορούσε ν' αλωνίζει κατά την απουσία του στο δωμάτιό του (Xenop) |
    • τον πείθει να κάνει ένα ταξιδάκι, για να μπορέσει έτσι αυτός ν' αλωνίσει στο εξής χωρίς τον παραμικρό έλεγχο (Melas) |
    • η Xοντροκατερίνα αλώνιζε αφέντρα και κυρά (Bastias) |
    • όταν έχουν να κάνουν με ανεκτικό κοινό οι βάρβαροι πώς να μην αλωνίσουν; (Palaiologos) |
    • poem δεν έχεις κόμπο σπλάχνος και ντροπή, μα βρήκες κι αλωνίζεις (Kazantz Od 20.794)
  • ⓓ theat act in an exaggerated style, overact:
    • αφήκε μόνους τους δυο πρωταγωνιστές ν' αλωνίζουν στη σκηνή (Athanasiadis-N) |
    • στο χορευτικό σόου οι εφτά μπαλαρίνες αλωνίζουν με κινήσεις πολύ σέξυ (Samarakis)
  • ⑤ region. (IonIsl, Cycl, Thr) spend lavishly, squander:
    • βρήκε πλούτο κι αλωνίζει

[fr MG αλωνίζω ← K ἁλωνίζω, der of ἃλων 'threshing floor'; cf αλωνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες