Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλχημεία η [alximía] Ο25 : 1.μυστικιστική επιστήμη, είδος χημείας του Mεσαίωνα: Bασικός στόχος της αλχημείας ήταν η ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) απόκρυφος, ύποπτος ή γενικά πολύπλοκος τρόπος ενέργειας: Έγινε καθηγητής πανεπιστημίου με αλχημείες κι όχι με την αξία του.
[λόγ. < γαλλ. alchimie < μσνλατ. alchemia (δες στο χημεία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλχημεία [al imía] η,
- ① alchemy:
- το πνεύμα της αλχημείας |
- παρασκευάσματα της αλχημείας |
- η ~ παρουσιάστηκε κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (Tatakis) |
- έχομε τις απόκρυφες επιστήμες, την ~, την αριθμολογία και την αστρολογία (id.)
- ② magical power or act of transmutation; suspicious, mysterious and fraudulent action:
- με στατιστικές αλχημείες τα κατάφερε να γίνει αρχηγός |
- αλχημείες του φωτός |
- αισθητική ~ |
- πνευματική ~ |
- ~ ποιητική |
- ~ της μνήμης |
- αλχημείες ηδονικών ερεθισμών |
- τούτη η ~ της καρδιάς είναι, θαρρώ, μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή (Kazantz) |
- φτιάχνοντας αλχημείες από εικόνες θολές ονείρων που κάποτε είχαν βασανίσει τους ύπνους του (Plaskovitis) |
- το κοινόν αποστρέφεται το τέχνασμα, δεν καταλαβαίνει την ~ (Chatzinis) |
- η ποίηση δεν είναι παρά το προϊόν μιας αλχημείας, όπου η ύλη θα παλέψει με το πνεύμα (id.)
[fr MLat alchymia ← Arab al kimiya, the latter fr Gr χυμεία (pap, 4th c. AD)]
- ① alchemy: