Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφαμίτης ο [alfamítis] Ο10 : (προφ.) στρατιώτης ή υπαξιωματικός που υπηρετεί στην υπηρεσία ασφάλειας της μονάδας του: Ο ~ φρουρός της πύλης του στρατοπέδου.
[άλφα + μ(ι) -ίτης < αρκτικόλ. A(στυνομία) Μ(ο νάδος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλφαμίτης [alfamítis] ο, milit jargon
- military policeman, M.P.:
- οι εκπαιδευτές μας προγκούσανε σάμπως μαντρόσκυλοι· ο επιλοχίας, ένας λοχίας και τρεις δεκανείς, ο ένας ~ (Kasdaglis) |
- καθώς έφευγα, με τσάκωσε ο ~ (id.)
[der of άλφα μι, i.e. A.M. = Aστυνομία Mονάδος, w. suff -ίτης]
- military policeman, M.P.: