Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφαδιάζω [alfaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : φέρνω στο ίδιο οριζόντιο ή κάθετο επίπεδο όλα τα σημεία ή τα τμήματα μιας επιφάνειας ή ελέγχω με το αλφάδι την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ το τραπέζι / τη σόμπα / το ψυγείο. Tο πλυντήριο κουνιέται, γιατί δεν είναι καλά αλφαδιασμένο. || Aλφαδιάζει κτ. με κτ. άλλο, βρίσκεται στο ίδιο ύψος ή γενικά στο ίδιο επίπεδο με αυτό: H ταράτσα μας αλφαδιάζει με τη διπλανή.
[αλφάδ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλφαδιάζω [alfa∂jázo]
- also αρφαδιάζω, aor αλφάδιασα, ppp αλφαδιασμένος
- ① check & determine by means of the level (αλφάδι) the straightness of a plane or horizontal surface, to level:
- ν' αλφαδιάζεις συχνά τώρα που χτίζεις ψηλά, για να μη λοξέψει ο τοίχος |
- αλφαδιάσαμε τ' αυλάκι και το βρήκαμε ανηφοριαστό |
- poem να και το δίκιο νεροζύγι μας στην τρίχα ν' αλφαδιάζεις, | πάρε και τη θραψίνα, τη γωνιά και τη χοντρή μανέλα (Kazantz Od 19.586)
- ⓐ make even, level (syn ισοπεδώνω):
- αλφάδιασε το πεζούλι |
- βρέθηκαν κομμάτια από "λάμες" μολιβένιες, που αλφάδιαζαν τους δρόμους του (Bakalakis) |
- η θάλασσα είχε απόλυτα γαληνέψει, είχε πάνω κάτω σταθεί σαν να την αλφαδιάσανε (Fteris)
- ② fig align, make even:
- όλα του τα καμώματα ήταν αρφαδιασμένα από την πείρα και μετρημένα με την καθάρια κρίση του ντόμπρου καραβοκύρη (Foteinos)
[fr LMG αλφαδιάζω, der of αλφάδι]
- ① check & determine by means of the level (αλφάδι) the straightness of a plane or horizontal surface, to level: