Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλφαβητικός [alfavitikós] adv (L)
- in alphabetical order, alphabetically (syn in αλφαβητικά):
- ταξινομώ τα δελτία ~ |
- κατέγραψε τα ονόματα των μαθητών ~ |
- οι μεταφράσεις ακολουθούν ~ κατά γλώσσες
[der of αλφαβητικός]
- in alphabetical order, alphabetically (syn in αλφαβητικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφαβητικός -ή -ό [alfavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το αλφάβητο. 1. που χρησιμοποιεί γράμματα. || (μουσ.): Aλφαβητική σημειογραφία. || (ναυτ.): Aλφαβητικά σημεία. 2. που γίνεται με βάση τη σειρά των γραμμάτων ορισμένου αλφαβήτου ή που στηρίζεται σ΄ αυτή: ~ πίνακας / κατάλογος. Aλφαβητική σειρά / ακροστιχίδα. Aλφαβητικό ευρετήριο.
αλφαβητικά & αλφαβητικώς ΕΠIΡΡ: Ονόματα αλφαβητικώς καταχωρισμένα. [λόγ. < γαλλ. alphabétique < alphabet < αρχ. ἀλφάβητ(ος) -ique = -ικός· λόγ. αλφαβητικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλφαβητικός, -ή, -ό [alfavitikós] (L)
- arranged according to the sequence of the letters of the alphabet, alphabetical:
- αλφαβητική κατάταξη alphabetical arrangement |
- αλφαβητική σειρά alphabetical order, e.g. κατ' αλφαβητική σειρά in alphabetical order, κατάλογος με αλφαβητική σειρά |
- ~ κατάλογος (πίνακας) των μαθητών, των υπαλλήλων, των εκλογέων alphabetical list |
- αλφαβητικό ευρετήριο index |
- οι αλφαβητικές ακροστιχίδες είναι γνωστές με τ' όνομα αλφάβητος (Dimaras) |
- αλφαβητικές παιδιές (id.) |
- η γραφόμενη κινεζική γλώσσα δεν είναι αλφαβητική (Kazantz)
[der of αλφάβητος w. suff -ικός]
- arranged according to the sequence of the letters of the alphabet, alphabetical: