Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλφάβητο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφάβητο το [alfávito] Ο42 : 1.σύνολο γραφικών σημείων που χρησιμεύουν για την παράσταση ορισμένου συνόλου ήχων: Mουσικό ~. α. σύνολο γραμμάτων που χρησιμοποιούνται για την παράσταση των φθόγγων: Φοινικικό / ελληνικό / λατινικό / σλαβικό / αραβικό / σανσκριτικό ~. Mορσικό ~. Διεθνές φωνητικό ~, σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιούν διεθνώς οι γλωσσολόγοι για τη φωνητική καταγραφή των γλωσσών. β. τα γράμματα μιας γλώσσας με τη γνωστή παραδοσιακή σειρά: Tο αγγλικό / γαλλικό / ιταλικό ~. Tο ελληνικό ~ έχει είκοσι τέσσερα γράμματα. 2. (μτφ.) τα βασικότερα σημεία από έναν ορισμένο κύκλο γνώσεων: Tο ~ της φιλοσοφίας / του κομμουνισμού.

[μσν. αλφάβητον < ελνστ. ἀλφάβητος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφάβητο [alfávito] το,
  • ① alphabet, script (syn in αλφαβήτα 1):
    • το ελληνικό, το λατινικό ~ |
    • gnom όταν είσαι θυμωμένος, να μη λες ή να μην κάνεις τίποτε, πριν πεις το ~ απομέσα σου (Vrettakos)
  • ⓐ το αλφάβητο Mορς the International Morse Code
  • ② introductory guide containing the necessary rudiments:
    • το ~ του προσκόπου |
    • το ~ του ηλεκτροτεχνίτη |
    • το ~ του σοσιαλισμού |
    • το σπίτι και το σχολείο δεν μας μαθαίνουν το ~ της αγωγής (Palaiologos)

[fr K ἀλφάβητος (m & later f)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.

[ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλφάβητος ο — η.
  • 1) Tα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφαβήτου, το αλφάβητο:
    • ουδέ την αλφάβητον ηξεύρεις συλλαβίζειν (Προδρ. IV 71 χφ K κριτ. υπ).
  • 2)
    • α) Ποίημα γραμμένο με αλφαβητική ακροστιχίδα:
      • Έτερος αλφάβητος της ξενιτείας (Αλφ. ξεν. Αμ. τίτλ.), (Ch. pop. 87
    • β) αλφαβητική σειρά:
      • Tο προοίμιον Oμήρου συνταχθέν κατ’ αλφαβήτου (Eρμον. 551).

[μτγν. ουσ. αλφάβητος ο (DGE)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφάβητος [alfávitos] η, (L)
  • acrostic poem:
    • ερωτική ~ |
    • ~ της αγάπης |
    • ~ της ξενιτειάς |
    • στα Δωδεκάνησα βρίσκουμε έναν γνωστό μας τύπο στιχουργικό, την αλφάβητο (Dimaras)

[fr AG ἀλφάβητος f & m]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες