Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλυχτώ [alixtó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ. για σκύλο) γαβγίζω: Aλυχτούσαν όλη νύχτα τα σκυλιά. || (επέκτ. για άλλα ζώα): Aλυχτάει η αλεπού / ο λύκος / το τσακάλι, ουρλιάζει.
[μσν. αλυχτώ < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-il > nal > n-al] ή μέσω του ελνστ. τ. ἀλυκτῶ (κρητική διάλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλυχτώ.
-
- (Προκ. για σκύλο) γαβγίζω:
- Όποιος δίδει ψωμί εις τα ξένα σκυλία ογλήγορα αλυκτάται από τα εδικά του (Mπερτόλδος 79).
[<αλυκτέω (Hσύχ.) <αρχ. υλακτέω. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για σκύλο) γαβγίζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυχτώ [alixtó] &, λυχτάω (Solom λυχτάω), prp αλυχτώντας, ipf αλυχτούσε & αλύχταγε (& αλύχταε & αλύχτα), aor αλύχτησε, subj αλυχτήση
- ① intr bay, bark, of dog & other animals (syn γαβγίζω, L υλακτώ):
- το σκυλί αλυχτάει συνέχεια or αλυχτούσε όλη νύχτα |
- η σκύλα αλύχτησε τα μεσάνυχτα |
- βράχνιασε ο σκύλος και δεν μπορεί ν' αλυχτήσει |
- τα σκυλιά και οι αλεπούδες αλυχτούν |
- prov από σκυλί π' αλυχτάει μη φοβάσαι barking dogs don't bite, people who talk loud are not harmful or courageous |
- βρίζει ωσάν ν' αλυχτάει, με τη χοντροφωνάρα του (Petsalis-D) poem από νεκροσιγαλιάν | αγρίεψε κ' η νύχτα, | σώπασε και το σκυλί | που κολασμένα αλύχτα (Palam) |
- χάλκινος ο Άρης, | ψυχρός αναμαλλιάρης κ' ένα πλήθος | λαγωνικά το παραστέκανε αλυχτώντας (Xydis)
- ⓐ trans bark at s.o., threaten s.o. w. barking:
- τα σκυλιά αλυχτούν τους διαβάτες |
- με αλυχτούνε οι σκύλοι σου |
- ούτε αλύχταγε ποτέ του τους ανθρώπους (Grigoris) |
- poem σκυλιά που πάντοτε αλυχτούν τον άγνωστο διαβάτη (Palam) |
- ακαρτερώ να σηκωθεί βουκέντρα το Φεγγάρι | να το αλυχτήσουν τα σκυλιά κλ. (Athanas)
- ② make a sound like an animal howling, howl, of wind, blizzard etc (syn χουγιάζω):
- και βούιζε ο άνεμος, αλυχτούσε στα στενά, στις ανηφοριές (Karagatsis) |
- poem και η καταιγίδα να γλείφει τις πληγές σου | αλυχτώντας μέσα στη νύχτα (Ioannidis)
- ③ fig be vociferous, talk loud & aggressively (syn κραυγάζω, φωνάζω δυνατά):
- όξου πεινούσε κι αλυχτούσε ο λαός (Vlami) |
- poem εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά (Palam) |
- αιώνες μαύροι γύρω του | αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή (Elytis)
[fr K ἀλυκτῶ, der of *ἀλυκτός (Chantraine s. ἀλύω); cf Hesych. ἀλυκτεῖν· κλαίειν κλ.; ἀλυκτεῖ· Ξλακτεῖ. Kρῆτες; ἀλυκτήσας· ἀπειλήσας, θορυβήσας]
- ① intr bay, bark, of dog & other animals (syn γαβγίζω, L υλακτώ):