Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλυτρωτισμός ο [alitrotizmós] Ο17 : εθνικιστική πολιτικοκοινωνική κίνηση που επιδιώκει την απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[λόγ. αλύτρωτ(ος) -ισμός μτφρδ. ιταλ. irredentismo]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυτρωτισμός [alitrotizmós] ο, polit sc
- the principle of freeing the enslaved parts of a nation, irredentism (syn ιρρεδεντισμός):
- η Eκκλησία έχει πλήθος άλλα καθήκοντα που ήταν κατά κύριο λόγο εθνικά και εθνικοαπελευθερωτικά στους χρόνους του αλυτρωτισμού (Theotokas)
[der of αλύτρωτος w. suff -ισμός]
- the principle of freeing the enslaved parts of a nation, irredentism (syn ιρρεδεντισμός):