Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσοειδής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλυσοειδής -ής -ές [alisoiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με αλυσίδα. || (μαθημ.): ~ καμπύλη.

[λόγ. άλυσ(ος η) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. courbe en chaînette ή αγγλ. catenary curve]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσοειδής, -ής, -ές [alisoi∂ís] (L)
  • chainlike, catenary:
    • ~ καμπύλη math catenary
  • ⓐ noun, το αλυσοειδές, math catenoid

[der of άλυσος w. suff -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες