Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσιτελής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλυσιτελής -ής -ές [alisitelís] Ε10 : (λόγ.) ανώφελος.

[λόγ. < αρχ. ἀλυσιτελής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιτελής, -ής, -ές [alisitelís] (L)
  • disadvantageous, unprofitable, useless:
    • δήλωση περιττή και νομικά ~

[fr K, AG ἀλυσιτελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες