Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλυσιδωτός, επίθ.
-
- Που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σαν αλυσίδα:
- εάν πάρει (ενν. ο ναύτης) άρματα … και κλάτσες αλυσιδωτάς (Aσσίζ. 29730).
[μτγν. επίθ. αλυσιδωτός. H λ. και σήμ.]
- Που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σαν αλυσίδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλυσιδωτός -ή -ό [alisiδotós] Ε1 : 1α. που είναι κατασκευασμένος από αλυσίδες: ~ θώρακας. β. που μοιάζει με αλυσίδα: Aλυσιδωτό σκοινί. 2. (μτφ., για σειρά από όμοια πράγματα, πράξεις ή γεγονότα) συνεχής: Aλυσιδωτά λάθη / ψέματα / ερωτήματα. || (χημ.): Aλυσιδωτή αντίδραση.
αλυσιδωτά ΕΠIΡΡ: Ερωτήματα και απορίες που έρχονται ~ στο μυαλό του. [λόγ.: 1: ελνστ. ἁλυσιδωτός· 2: σημδ. γαλλ. en chaîne & αγγλ. chain-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυσιδωτός, -ή, -ό [alisi∂otós]
- ① made of chain, interwoven like chain:
- αλυσιδωτά σκοινιά |
- αλυσιδωτό βραχιόλι chain bracelet |
- αλυσιδωτό κόσμημα |
- ~ θώρακας hist coat of mail (syn σιδεροπουκάμισο) e.g. κλαγγάζουν υπόκωφα οι αλυσιδωτοί θώρακες (Panagiotop) |
- πολέμαρχοι με τις αλυσιδωτές αρματωσιές (id.) |
- ο ήλιος άστραφτε πάνω στους αλυσιδωτούς θώρακες και τα μετάλλινα κράνη (Myriv) |
- anc arch αλυσιδωτή δοκός (L) chain timbers (AG syn πλεκτός κίων) |
- αλυσιδωτά κυμάτια chain molding |
- ενάλληλα τρίγωνα, σειρές αλυσιδωτών ρόμβων, γραμμές σε σχήμα Z (ASakellariou) |
- poem και το αλυσιδωτό ντυμένος | ρούχο, την περικεφαλαία | τη μπρούτζινη κι αρματωμένος | μ' όπλα κλ. (Skipis)
- ② occurring consecutively, in sequence, chain- (syn in αλλεπάλληλος):
- αλυσιδωτή σειρά |
- τ' αυτοκίνητα περνούσαν αλυσιδωτό καραβάνι (Koumantareas) |
- τα πλατιά αλυσιδωτά κύματα, τα νησιά κλ. (Karantonis) |
- αλυσιδωτοί αντίκτυποι chain reverberations |
- αλυσιδωτά δυστυχήματα |
- αλυσιδωτές διασπάσεις της εσωτερικής ζωής (Panagiotop) |
- αλυσιδωτή αντίδραση chain reaction, e.g. το βιβλίο αναπτύσσεται με αλυσιδωτές αντιδράσεις (Panagiotop) |
- αλυσιδωτά μίση |
- αφήγημα των αλυσιδωτών περιπετειών ενός κατεργάρη (Katrakis)
[fr MG αλυσιδωτός ← K ἁλυσιδωτός]
- ① made of chain, interwoven like chain: