Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυσιδωτά [alisi∂otá] adv
- like a chain, sequentially:
- η ζωή συνεχιζόταν ~ ανάμεσα στους αιώνες (Chatzinis)
[der of αλυσιδωτός]
- like a chain, sequentially: