Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλτρουιστικός -ή -ό [altruistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αλτρουισμό ή τον αλτρουιστή: Aλτρουιστική πράξη. Aλτρουιστικά συναισθήματα.
αλτρουιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αλτρουιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτρουιστικός, -ή, -ό [altruistikós]
- unselfish, altruistic (syn φιλανθρωπικός, ant ατομικιστικός):
- τα αλτρουιστικά ένστικτα του ανθρώπου |
- το αλτρουιστικό πνεύμα |
- αλτρουιστικά κίνητρα |
- είναι αλτρουιστικότερος από πολλούς άλλους |
- αλτρουιστές και φιλάλληλες κλίσεις |
- συνήθως τα ηθικά συστήματα διαιρούνται σε εγωιστικά και αλτρουιστικά· τα πρώτα ξεκινούν από τη θέση του εγώ, τα δεύτερα από τη θέση του συ (Georgoulis) |
- η αλτρουιστική μορφή της συμπάθειας, δηλ. το σύνολο των αλτρουιστικών τάσεων και συγκινήσεων (Papanoutsos) |
- η γυναίκα είναι περισσότερο ετεροκεντρική, αλτρουιστική στην αγάπη της και βλέπει στο στόχο της στοργής της μάλλον το υποκείμενο (id.)
[der of αλτρουιστής w. suff -ικός]
- unselfish, altruistic (syn φιλανθρωπικός, ant ατομικιστικός):