Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλτρουισμός ο [altruizmós] Ο17 : αγάπη για τους ανθρώπους και ανιδιοτελής φροντίδα γι΄ αυτούς· (πρβ. φιλανθρωπία): Στην εποχή μας τείνει να εκλείψει ο ~.
[λόγ. < γαλλ. altru isme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτρουισμός [altruizmós] ο,
- unselfish attitude & concern or devotion to the welfare of one's fellow-man, altruism (syn φιλαλληλία, φιλανθρωπία, ant εγωκεντρισμός, ιδιοτέλεια, φιλαυτία):
- φαινομενικός ~ |
- κοντά στα εγωιστικά ένστικτα ο άνθρωπος έχει τον αλτρουισμό |
- ο έρως στην τέλεια μορφή του δεν είναι παρά ~ |
- στην αγάπη εγωισμός και ~ συνεργάζονται και συζούν, το εγώ είν' εσύ και το εσύ εγώ (Palam) |
- δείχνει αλτρουισμό μιλώντας πάντα για τους άλλους, ενώ δεν την ένοιαζε παρά για τον εαυτό της (Xenop) |
- ένοιωσε ένα κύμα δακρυσμένου αλτρουισμού και συμπόνιας να την πλημμυράει για όλα τα φτωχά και ταπεινά πράγματα του κόσμου (Myriv)
[intern t., NLat *altruismus or Fr altruisme (1st part of 19th c.), der of altrui: alter 'person other than oneself']
- unselfish attitude & concern or devotion to the welfare of one's fellow-man, altruism (syn φιλαλληλία, φιλανθρωπία, ant εγωκεντρισμός, ιδιοτέλεια, φιλαυτία):