Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτικός, -ή, -ό [altikós] (L) gym
- of or having to do w. jumping:
- αλτικά παιγνίδια jumping games |
- θα συμπεριλάβουμε και παιγνίδια αλτικά, που βελτιώνουν τα αλματικά μας προσόντα και το θάρρος (TSakellariou)
[fr AG, K ἁλτικός]
- of or having to do w. jumping: