Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλτήρας ο [altíras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : όργανο γυμναστικής όμοιο με τα βάρη, που αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή.
αλτηράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. αντδ. < γαλλ. altère (στη νέα σημ.) < λατ. πληθ. halteres < αρχ. ἁλτῆρες `βάρη που κρατούσαν οι άλτες για να αυξάνουν τη φόρα τους΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτήρας [altíras] ο, usu pl. αλτήρες, (L) gym, athl
- dumbbell, barbell:
- poem ταπεινώσεις |
- αλτήρες της ψυχής μου! (Leivaditis)
[fr AG ἁλτήρ, usu pl ἁλτῆρες]
- dumbbell, barbell: