Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλτάνα η [altána] & αλιτάνα η [alitána] Ο25 : παρτέρι σε αυλή ή σε κήπο κοντά στον τοίχο: Kαθόταν στο πεζούλι της αλτάνας και σκάλιζε τα λουλούδια του κήπου. || (επέκτ.) μπαλκόνι με γλάστρες.
[βεν. altana· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλτάνα η.
-
- Mικρός κήπος στην αυλή σπιτιού:
- Θέλω εις την αλτάνα της να σπείρω σπόρον έναν (Kατζ. E´ 368).
[<ιταλ. altana. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mικρός κήπος στην αυλή σπιτιού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτάνα [altána] η, (& region. [Peloponn. Cycl. Crete] αλιτάνα & αρτάνα)
- flower bed:
- φύτεψα γαριφαλιές στην ~ |
- οι αλτάνες με μυριστικά μαράθηκαν |
- οι αλιτάνες λουλούδιζαν στο λιακωτό |
- τ' απλόχωρα σπίτια με τις αλτάνες (Moatsou-V) |
- οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τις αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα (Krystallis) |
- folks. πόχεις γύρω γύρω αλτάνες | και στη μέση μαντζουράνες (DPetrop) |
- poem ... κι ακριβή του θα 'τανε όποια | θα κάθουνταν τον ονειρόφαντο απαντέχοντας, | σε αλτάνες, που ησκιοπαίζουνε τα ηλιοτρόπια (Melachrinos) |
- και μ' έβγαλε σ' ένα μπαξέ | και μ' έφερε σε μιαν ~ (Skipis) |
- μονάχα οι δυο στο λιακωτό | κοντά στη φτωχική μου ~ (Zevgoli)
[fr LMG αλτάνα 'little garden in the house yard' ← It altana 'broad terrace']
- flower bed: