Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλτ
37 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλτ [ált] επιφ. : (γυμν., στρατ.) διεθνές παράγγελμα που δηλώνει εντολή για σταμάτημα: Λόχος / τάξη, ~! Ο σκοπός φώναξε τρεις φορές ~ κι ύστερα πυροβόλησε.

[λόγ. < γαλλ. halte!]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλτ1! [alt] (sp. also rarely χαλτ) milit, gym, police & generally command
  • halt!, stop! (syn στάσου, pl σταθείτε):
    • ~! τις ει; halt, who are you? |
    • ~! ~! ποιος είν' εκεί; |
    • ~! φώναξε του παιδιού, έχεις ταυτότητα; |
    • όπως ανέβαινε τη σκάλα, ~! της φώναξαν |
    • ο δάσκαλος φώναξε ~! και τους αραίωσε (Panagiotop) |
    • όταν οι διμοιρίτες διάταξαν ~, χτύπησα το πρόσωπο στην καραβάνα του μπροστινού μου (Myriv) |
    • πήχτρα σκοταδιού. -Xαλτ! Tραβώ απότομα τα γκέμια (Karagatsis) |
    • ο λοχαγός μας τράβηξε λίγα βήματα πάνου στη γέφυρα και ξαφνικά ~! μας σταμάτησε απότομα (Giakos) |
    • ~! κύριοι, μέχρις εδώ, γιατί χάσατε το μέτρο (Psathas) |
    • poem αλτ· πίσω στις γραμμές σας· πλιάτσικο όχι (Stavrou Ar)

[fr Germ halt!, this fr phr mache halt of verb halt machen 'stop, halt']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλτ2 [alt] το, indecl
  • the command to halt (syn στοπ):
    • δίνει το εκτελεστικό ~ |
    • ο αρχηγός βραχνοκοκόρισε ένα ~ και σταματήσαμε (Prevelakis) |
    • δεν μπορείτε πια να πείτε το ~, το στοπ σ' αυτό το ποτάμι που θα κυλάει τα νερά του προς τον καταπράσινο κάμπο (Papanoutsos) |
    • poem εδώ μπορείς να φτάσεις άκοπα, | πριν από τις πινακίδες με το ~ | ή το βεληνεκές των τόξων μας (Adamantiadis)

[fr αλτ2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλταζιμούθιο [altazimúθio] το,
  • altazimuth

[fr Eng altazimuth, cpd of alt- & azimuth]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλταία [altéa] η, (sp. also αλτέα) bot
  • a plant of the genus Althaea
  • ① hollyhock, Althaea rosea (syn δεντρομολόχα, νερομολόχα)
  • ② marshmallow, Althaea officinalis (syn αλθαία 1, νερομολόχα)
  • ⓐ its dried root used as a demulcent and emollient, althaea Radix althaeae
  • ⓑ confection made of marshmallow root or of corn syrup, sugar, starch, and gelatin, marshmallow:
    • λευκές ζαχαρωμένες αλταίες ... πέταγε ένα δυο στο στόμα του (Glezos)

[fr Lat althaea ← AG ἀλθαία]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλτάια [altáia] τα, geogr
  • Altai Mts (in Siberia).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλταϊκός -ή -ό [altaikós] Ε1 : Aλταϊκές γλώσσες, οικογένεια γλωσσών της Aσίας στην οποία ανήκουν η τουρκική και η μογγολική.

[λόγ. < αγγλ. Altaic (-ic = -ικός) < Altai (βουνά της Κεντρικής Aσίας)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλταϊκός, -ή, -ό [altaikós]
  • Altaic, Altaian:
    • αλταϊκά όρη Altai Mts |
    • αλταϊκές φυλές |
    • αλταϊκές γλώσσες |
    • ~ ίππος

[der of Aλτάια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλτάνα η [altána] & αλιτάνα η [alitána] Ο25 : παρτέρι σε αυλή ή σε κήπο κοντά στον τοίχο: Kαθόταν στο πεζούλι της αλτάνας και σκάλιζε τα λουλούδια του κήπου. || (επέκτ.) μπαλκόνι με γλάστρες.

[βεν. altana· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αλτάνα η.
  • Mικρός κήπος στην αυλή σπιτιού:
    • Θέλω εις την αλτάνα της να σπείρω σπόρον έναν (Kατζ. E´ 368).

[<ιταλ. altana. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες